Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015


«Ο ΠΟΛΥΠΑΘΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ»

(Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στις 2-11-2015 στην Ξυλόπολη) 

Η Ξυλόπολη είναι από τα λίγα χωριά με τόσο μακραίωνη και αδιάλειπτη ιστορική διαδρομή, έχει δε τη δική της διαχρονική συμμετοχή στο ιστορικό γίγνεσθαι της ευρύτερης περιοχής.

Από την προϊστορική εποχή και πιο συγκεκριμένα από τα χρόνια της ύστερης του χαλκού εποχής (δηλ. το 1.500 π.χ.)  είχε κατοικηθεί η Ξυλόπολη, όπως μαρτυρούν τα λείψανα ενός οικισμού που βρέθηκαν στη μικρή τούμπα στην είσοδο του χωριού.  

Οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν οι Κρηστώνες ή Κρήστωνες, οι οποίοι ήταν αρχαίος πελασγικός λαός.  Κατ΄ αρχήν αυτοί είχαν εγκατασταθεί στη Χαλκιδική, συγκεκριμένα παρά την Όλυνθο και στη χερσόνησο Ακτή (Άθως). (Ηροδ. VII 124, Θουκυδ. IV 109).  Στη συνέχεια μετοίκησαν στην σημερινή περιοχή την οποία ονόμασαν «ΞΥΛΟΠΟΛΗ», «…...εκ της αφθονίας του πράγματος, ήτοι της ξυλικής…» όπως μαρτυρεί ο αρχαίος γεωγράφος Πτολεμαίος. Η περιοχή υπαγόταν στην επαρχία της Κρηστωνίας ώσπου ο Αλέξανδρος Α΄ την ενέταξε στο Μακεδονικό Βασίλειο.

Απ΄ όλη την Κρηστωνία, η οποία καταλάμβανε την έκταση από το Βερτίσκο μέχρι τα Κρούσια, ο Στράβων αναφέρει τη πρωτεύουσά της που ήταν η Κρηστώνα (Κρηστών), ενώ άλλες πόλεις στην περιοχή  ήταν οι: Αντιγόνεια, Ξυλόπολις, Τέρπυλος, Καραβία και Γυναικόκαστρο.

Ο Μ. Δήμιτσας προσδιορίζει τη θέση της Κρηστώνας: «νότια της Ξυλοπόλεως επί του Σαρί-ντερε παραπόταμου του Λαχανά όπου σώζονται ερείπια αρχαίας πόλης».

Το 148 π.Χ., η Ξυλόπολη ακολουθεί την τύχη των υπόλοιπων μακεδονικών περιοχών και υποτάσσεται στους Ρωμαίους.

Εκτενείς περιγραφές της Ξυλόπολης της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας μας παρέχουν οι αρχαίοι γεωγράφοι, αστρονόμοι και μαθηματικοί  Πλίνιος και Πτολεμαίος. 

Συγκεκριμένα ο Πτολεμαίος γράφει για το χωριό μας:

«Το δε όνομα έλαβεν εκ της αφθονίας του πράγματος ήτοι της ξυλικής, ήν άφθονον επορίζοντο οι Ρωμαίοι»

Ενώ σε άλλο σημείο ο ίδιος αναφέρει:

«Δείγμα της μεγάλης αφθονίας ξύλων εις την Μακεδονίαν είναι η ύπαρξις πόλεως φερούσης το όνομα ΞΥΛΟΠΟΛΙΣ»

Αλλά και ο Πλίνιος μας παρέχει την παρακάτω περιγραφή:

… «όλες οι μακεδονικές πόλεις κάποιας σπουδαιότητας….που αυτοανακηρύχθηκαν δικές τους, η Αμφίπολις, ….η Ξυλόπολις, η Τορώνη, η Θεσσαλονίκη, ……. ανακηρύχθηκαν ελεύθερες» 

Οι Ρωμαίοι όμως μετέφρασαν το όνομα της Ξυλόπολης στη λατινική και στη συνέχεια τη συναντούμε σαν Λιγκοβάνη μέχρι την 9/2/29 (Φ.Ε.Κ. ΤΑ 55/1926) οπότε μετονομάζεται πάλι σε Ξυλόπολη.

Αλλάζοντας πολλές φορές κύριο η Λιγκοβάνη, φτάνει στα χρόνια του Βυζαντίου οπότε και γνωρίζει ημέρες ακμής.  Παρά τις διαρκείς εμφύλιες διαμάχες, αναπτύσσεται αλλά η ανάπτυξη αυτή διακόπτεται οριστικά το 1430, όταν η Θεσσαλονίκη και μαζί της, όλη η περιοχή της Μακεδονίας, περνά σε τουρκική κατοχή.

Στην απογραφή του 1530, η Λιγκοβάνη φαίνεται απαρτιζόμενοι από 42 χριστιανικά και 5 μουσουλμανικά νοικοκυριά.  Ενώ στο φορολογικό τεφτέρι του 1568 εμφανίζεται κατοικούμενη από 126 χριστιανικά και 5 μουσουλμανικά νοικοκυριά.

Το 1584 έφτασε στην περιοχή ο Λίγκος Ιωάννης ο οποίος καταγόταν από το Μελένικο.  Εγκαταστάθηκε στην περιοχή, ενώ μαζί του έφερε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου.  Έκτισε το κατάλυμά του και δίπλα ένα παρεκκλήσι στο όνομα του Αγίου, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου βρίσκεται ο Άγιος Γεώργιος στο Ιερό του οποίου βρίσκεται ο τάφος του Λίγκου. Η επιτάφιος πλάκα σώζεται δεξιά της κεντρικής εισόδου του ναού.  Είναι οκτάγωνη  και πάνω της είναι χαραγμένος ο δικέφαλος αετός.

Το μικρό παρεκκλήσι του Αη Γιώργη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας γίνεται το καταφύγιο των ψυχών, το κέντρο συνάθροισης και ένωσης των Λιγκοβανιωτών. Έτσι διαχέεται μια έντονη θρησκευτική πνοή στους σκλάβους Λιγκοβανιώτες.

Στον κώδικα "ΠΡΟΘΕΣΗ" της μονής της Αγίας Αναστασίας στη Χαλκιδική που περιλαμβάνει τα προς μνημόνευση ονόματα των αφιερωτών του μοναστηριού και ο οποίος χρονολογείται από το 1732, είναι καταγεγραμμένα 94 ονόματα κατοίκων της Λιγκοβάνης και αποτελούν ένα μικρό θησαυρό του χωριού μας.  

Η θρησκευτική διάθεση και πνοή των Λιγκοβανιωτών, ευνοημένη από την οικονομική άνοδο και πληθυσμιακή αύξηση είχε αποτέλεσμα την κτίση νέας εκκλησίας στο όνομα του Αγίου Γεωργίου παρά την απαγορευτική διάταξη των Τούρκων. 

Ο μόνος τρόπος για την κτίση νέας εκκλησίας ήταν η έκδοση ειδικού βασιλικού διατάγματος (φιρμανιού) από την Κωνσταντινούπολη, την έδρα του Σουλτάνου.  Για να εκδοθεί όμως αυτό από την «Υψηλή Πύλη» χρειαζόταν μεγάλο χρηματικό ποσό σε χρυσές λίρες για δωροδοκίες, καθώς και πολύμηνα και επικίνδυνα ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να είναι σίγουρο το αποτέλεσμα.

Την άδεια απέσπασε τελικά αντιπροσωπεία Λιγκοβανιωτών στις 14 Σεπτεμβρίου 1802 με την προϋπόθεση σε δύο μήνες ο ναός να έχει αποπερατωθεί.  Πράγματι οι Λιγκοβανιώτες δουλεύοντας νυχθημερόν άνδρες και γυναίκες κατόρθωσαν να είναι συνεπείς στην προθεσμία του Σουλτάνου. Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν άφηναν να υψωθεί πολύ, αναγκάστηκαν να σκάψουν και να τον προχωρήσουν προς το βάθος.  Αυτό εξάλλου ήταν απαγορευτικό για την είσοδο των ζώων των κατακτητών καθότι τις σκάλες που είχαν κατασκευάσει από την εσωτερική πλευρά δεν μπορούσαν να τις διαβούν.  Αλλά και έμμεσα επέβαλαν στους Τούρκους να υποκλίνονται κατά την είσοδό τους γιατί έπρεπε να σκύψουν για να μπουν στο Ναό. 

Πάνω από την δυτική είσοδο του Ναού και εντός τυμπάνου βρίσκεται ζωγραφισμένη σε μουσαμά η εικόνα του Αγίου Γεωργίου και φέρει χρονολογία 1884.  Στο δεξιό μέρος της εικόνας υπάρχει τετράγωνη εντοιχισμένη πλάκα και φέρει ανάγλυφα την επιγραφή και την χρονολογία αποπεράτωσης του Ναού:

«Ναός του Αγίου Γεωργίου, σταυρός με συμπιλήματα ΙΣ ΧΣ, ΝΚΑ ΠΙΤΗSΦΑ 1802: Νεβ. 17.  Η λέξη «ΠΙΤΗSΦΑ», σύμφωνα με το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής σήμαινε «ΤΕΛΕΙΩΣΕ».  Ο Ναός λοιπόν τελείωσε στις 17 Νοεμβρίου 1802».

Η εκκλησία του Αη Γιώργη αποτελεί πολιτιστική κληρονομιά μιας εποχής και παράλληλα επηρεάζει τις λατρευτικές ανάγκες των ενοριτών.

Η σπουδαιότητα όμως του ναού δεν βρίσκεται στην ταπεινή εξωτερική του κατασκευή, η οποία σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο δεν έπρεπε να είναι σπουδαιότερη των τζαμιών, αλλά στον εσωτερικό του διάκοσμο ο οποίος έδωσε μια ξεχωριστή υποβλητική και κατανυκτική ατμόσφαιρα στο Ναό.

Ενδιαφέρον ωστόσο προκαλούν οι μεγάλου αριθμού φορητές εικόνες της εποχής σε παχύ ξύλο. 

Αν και δεν έχουν ακόμα μελετηθεί πλήρως, ωστόσο συμπεραίνεται ότι μια κατηγορία των φορητών αυτών εικόνων του Αη Γιώργη ανήκει, μαζί με εκείνες του Αγίου Όρους, στα καλύτερα δείγματα φορητών εικόνων της εποχής.

Εσωτερικά η τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του Αη Γιώργη έχει γυναικωνίτη με μορφή εσωτερικού εξώστη που είναι στηριγμένος σε προβόλους και περιτρέχει το ναό σε σχήμα  Π.

H διάταξη των εικόνων στο εικονοστάσιο καθόριζε και την τάξη μέσα στην εκκλησία.  Για το λόγο αυτό οι γυναίκες εκκλησιάζονταν ξεχωριστά από τους άνδρες, αριστερά ή στον νάρθηκα ή επάνω από την είσοδο στο γυναικωνίτη.  Το λέει εξ άλλου και το τραγούδι:

Ζερβά να είν’ η  Παναγιά με όλα τα κορίτσια

Δεξιά να είναι ο Χριστός μ’ όλα τα παλικάρια

Στη μέση να’ ναι ο Σταυρός να στέκουν οι γερόντοι.

Ο ναός έχει λίγο φωτισμό και λιτή εξωτερική διακόσμηση, αφού έτσι επέβαλε ο κατακτητής στα χρόνια της δουλείας.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η ελληνικότατη Ξυλόπολη του Στράβωνα είχε πλημμυρίσει από συμμορίες Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι οποίοι προσπαθούσαν να  αποσπάσουν τους Ξυλοπολίτες από το Πατριαρχείο, και να τους προσηλυτίσουν στη βουλγαρική εξαρχία.  Κέντρο των επεισοδίων υπήρξε ο Άγιος Γεώργιος.

Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου αποτέλεσε το μήλο της έριδος μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.  Ωστόσο, οι Ξυλοπολίτες πολλά οφείλουν στον Άγιο, γιατί χάρη σ’ αυτόν διατήρησαν την υπεροχή και συντήρησαν την πολιτισμική τους ακτινοβολία

Η αίσθηση της γαλήνης που νιώθει κανείς φτάνοντας στον Αη Γιώργη είναι απόλυτη και καθηλωτική.

Ως προς την μέθοδο κατασκευής διαπιστώνουμε την εμμονή στο παλαιό πατροπαράδοτο ισοδομικό σύστημα της απλής τοιχοποιϊας με λίθους που συνδέονται με άφθονη ασβέστη. Τα παράθυρα είναι λίγα ενώ οι είσοδοι είναι δύο μικρές και χαμηλές.  Οι ισλαμικές επιδράσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες στον Άγιο Γεώργιο.

Στο εσωτερικό του Ναού κυριαρχεί ατμόσφαιρα μυσταγωγική.  Η κομψότητα δένει με την σοβαρότητα. Στο μέσον της οροφής και πλησιέστερα προς το Ιερό είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτωρ μέσα σε κύκλο με τα χρώματα του ουράνιου τόξου.  Στο Ιερό υπήρχαν τοιχογραφίες οι οποίες επιχρίστηκαν με ασβεστοκονίαμα. 

Ίχνη από αυτές βρίσκονται στον τοίχο της κόγχης της Προθέσεως, όπου διακρίνεται φθαρμένη η σκηνή της Άκρας Ταπείνωσης.

Εξέχουσα θέση  στην λαϊκή λατρεία των Ξυλοπολιτών, κατέχει, ως γνωστό ο Άγιος Γεώργιος του οποίου ο ναός  αποτελεί σύμβολο του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος  του χωριού μας. 

H γιορτή του, την 23η Απριλίου, αποτελούσε για τον αγροτικό και κυρίως τον ποιμενικό πληθυσμό της κοινότητας  την ημέρα της αρχής του θερινού εξαμήνου καθώς και την έναρξη την περίοδο αυτή νέων  ποιμενικών συμβάσεων.

Με την γιορτή  του Αγίου Γεωργίου έχουν συνδεθεί πολλά λατρευτικά έθιμα με τα οποία επιζητείται η εξασφάλιση της υγείας των μελών της οικογένειας και της παραγωγής, έτσι  ο εορτασμός του Αγίου παρουσιάζεται με ιδιαίτερα γνωρίσματα στην Ξυλόπολη.   

Μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στην  εκκλησία του Αγίου, ο ιερέας και το εκκλησίασμα σχηματίζουν εκκλησιαστική πομπή, υπό μορφή λιτανείας.  Προηγείται αυτής το σήμαντρο.

Η λιτανεία γίνεται με πάνδημη συμμετοχή των ενοριτών και πλήθους πιστών, με επικεφαλής τον κλήρο. Μπροστά απ΄ αυτούς σε μακρά σειρά παιδιά και πολλοί ενορίτες φέρουν εικόνες, τις οποίες παρέλαβαν από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ή από τα εικονοστάσια των σπιτιών τους.

Η πομπή όλη προχωρεί υπό τους ήχους του σήμαντρου, στα όρια της αγροτικής περιοχής του χωριού.  Σταθμεύει το λιγότερο τέσσερις φορές, ήτοι  στο ανατολικό, στο βόρειο, στο δυτικό και στο νότιο μέρος, στα τέσσερα δηλ. σημεία του ορίζοντα, και σε κάθε στάση ο ιερέας, αναπέμπει δέηση. Στη συνέχεια ο ιερέας ψάλλει τα ειρηνικά και το τροπάριο ενός εκ των εικονιζόμενων αγίων την εικόνα του οποίου φέρει κάποιος από τους ενορίτες, ενώ υψώνει την εικόνα του τρεις αναφωνών,  «Μέγα το όνομα».

Χαρακτηριστικό στοιχείο της όλης πομπής αποτελούσε πάντα και η εμμονή των κατοίκων για τη μεταφορά της κατά πολύ βαρύτερης, σε σχέση με τις υπόλοιπες εικόνες, αυτή του Προφήτου Ηλίου, αφού είναι γνωστό ότι ο Προφήτης αυτός, θεωρείται «έφορος επί της βροχής».

Είναι αλήθεια ότι το χωριό μας οφείλει πολλά στην παρουσία του Αη Γιώργη.  Τη μέρα της γιορτής του όλη η περιοχή έχει πανηγύρι και χαίρεται όταν ο Άγιος βγαίνει για την προγραμματισμένη Περιφορά μέχρι την Κιάντα ή τα Αμπέλια.  Σαν ήλιο βλέπει ο Λιγκοβανιώτης τον Άγιο να βγαίνει από το Ναό του και να φωτίζει την πλαγιά αυτή του Βερτίσκου.  Αυτή η πλαγιά  θα δεχθεί την ευλογία του.

Πολλές φορές επεχείρησαν να τον πάρουν αλλά δεν το επέτρεψε.  Εκεί λίγο πιο έξω μέχρι την εκκλησία του Ραϊ και τη σκάλα του Γιάντσου.  Δεν πήγαινε πιο πέρα.  Έγινε ασήκωτος.  Στο χώρο τούτο νοιώθει ευχαριστημένος αφού ο ίδιος τον διάλεξε ανάμεσα σε τόσους άλλους που περιόδευσε.

Έτσι βασιλεύει στην Ξυλόπολη και κάποιες φορές το χρόνο βγαίνει τη βόλτα του σαν άρχοντας ακριβοθώτητος για να τον χαρούν και να τον θαυμάσουν οι υπήκοοί του.  Κι έρχονται όλοι στην Περιφορά, στη μέση Εκείνος σηκωμένος στα χέρια,  σεμνός, άφθαρτος, στητός.

Μπροστά τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα, ψαλτάδες, παππάδες, προύχοντες και ακολουθεί ο πιστός λαός.  Το πέρασμά του από τον Μπογδάνα, τα φυντάνια, τα σπαρτά, τα λιβάδια, τα πηγάδια είναι ευλογία, η έξοδος του Άρχοντα στα υποστατικά του.  Στην πρώτη στάση στου Βάξου τα λιβάδια Θα ξαποστάσει για λίγο κάτω από τη σκιά της μεγάλης βελανιδιάς και τα βοσκοτόπια θα είναι πλουσιοπάροχα.  Θα διαβεί μέσα από τα καταπράσινα σπαρτά για να είναι πλούσια η παραγωγή και θα καθίσει στου Τζούλιου το πηγάδι, θα ξεδιψάσει κάτω από τη γκορνιτσιά  και το νερό του πηγαδιού δεν θα στερέψει το καλοκαίρι και τα φύλλα της θα θροΐσουν για να χαιρετήσουν τον Αφέντη.

Οι καμπάνες χαρμόσυνα χτυπάνε, ποιος ξέρει τι να σκέφτεται ο Άγιος.  Έχει μάτια να τα δει, αυτιά να τ’ ακούσει;

Οι καημένοι οι Ξυλοπολίτες πασχίζουνε να τον δοξάσουνε.  Δέξου τα Άγιε.  Οι άνθρωποι τόσο μπορούν, τόσο ξέρουν να σου προσφέρουν.  Αν θέλεις μη τα ξεσυνεριστείς.  Αν δεν σ’ αρέσουν ρίξε μια ματιά κάπου αλλού.  Δες τους λόφους, δες τα δένδρα, τα ποτάμια.

Για δες στην Περιφορά τί γίνεται; Καλοντυμένες υπάρξεις, άνδρες, γυναίκες, παιδιά τρέχουν με σπουδή να εξασφαλίσουν μια θέση στην όλη πομπή όπου λάχει κατά μήκος του δρόμου για να ακολουθούν τον Άγιο.  Στη βιάση τους κάποιοι γλιστράνε πέφτουν μέσα στον Μπογδάνα, βρέχονται κρυώνουν αλλά δεν πειράζει είναι ευλογία.

Στην πρώτη στάση ο κύκλος με όλους τους Αγίους κλείνει οι εικόνες κατεβαίνουν από τους ώμους και έχουν πρόσωπο το κέντρο του, όλοι σιωπηλοί ψάχνουν για μια θέση, καλμάρουν για να ακούν τις ευχές του ιερέα.

Εδώ μπορεί να γίνει το θαύμα. Αν δε γίνει τώρα μια άλλη φορά ίσως, η πίστη δεν αποκάμνει. Η Περιφορά όμως είναι το κορύφωμα της ελπίδας. Στη λεύκα της γέφυρας κορυφώνεται, αναπέμπονται δεήσεις και ψάλλονται τα απολυτίκια.

Η τελευταία στάση θα γίνει στην πλατεία.  Στολισμένη σιωπηλή περιμένει την άφιξη της πομπής.  Στο κέντρο της ένα τραπέζι με το βασιλικό περιμένει τον ιερέα για τον Αγιασμό.   Στη συνέχεια παίρνει την κατηφόρα της επιστροφής του στην Εκκλησία.

Εδώ στην αρχή της ταφικής οδού που οδηγεί στο χώρο Του θα ακουστεί δέηση "υπέρ ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών" και  τα ωραία εξαποστειλάρια.

Ο Άγιος τοποθετείτε αριστερά της κύριας εισόδου του ναού πλαισιωμένος από τις υπόλοιπες εικόνες σύμφωνα με την διάταξη του εικονοστασίου.    Ο κόσμος περιμένει να προσκυνήσει. Και οι επίτροποι αναλαμβάνουν το έργο να τοποθετήσουν τις εικόνες στον φυσικό τους χώρο, στο Τέμπλο.

Με βαθειά συγκίνηση και δικαιολογημένη ευγνωμοσύνη τιμούμε σήμερα τα 213 χρόνια του Αη Γιώργη μας.

Αν εμείς σήμερα απεμπολήσουμε αυτή την κληρονομιά που μας άφησαν οι παππούδες μας, τότε οι «αιώνιοι σιωπηλοί» θα μιλήσουν και η φωνή τους θα είναι σάλπιγγα της Αποκαλύψεως, που θα ηχήσει και θα μιλήσει με τον παλαμικό στίχο.

Ούτε πιστεύω πως οι νεώτεροι βλαστοί των Ξυλοπολιτών θα φανούν κατώτεροι του προγονικού τους ονόματος.

Ο Θεός να ευλογεί τους κεκοιμημένους μας και να οδηγεί τους περιλειπομένους.