Κυριακή 31 Μαρτίου 2013


Ένα μικρό χωριό με μια μεγάλη ιστορία

 

 

Ξ Υ Λ Ο Π Ο Λ Ι Σ

 

(Διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του κειμένου του αποσπάσματος που ακολουθεί)

Όπως κάθε τόπος έχει διαφορετικό ορίζοντα, έτσι και κάθε χωριό έχει διαφορετική την μοίρα του.

Μέσα στην ατελείωτη σειρά των ηρωϊκών χωριών της πατρίδος μας αναμφισβήτητα μια από τις πιο αξέχαστες και λαμπρές θέσεις κατέχει το ηρωϊκό και μαρτυρικώτατο χωριό Λιγκοβάνη (νυν Ξυλόπολις).  Φρουρός ακοίμητος της Πατρίδος, στάθηκε ψηλά όσο λίγα χωριά και έγινεν ο κυματοθραστης κάθε σλαβικού ορμητικού κύματος που ήθελε να καταλύση την Πατρίδα μας και ιδιαιτέρως το στολίδι της Ελλάδος, την Μακεδονία μας.  Θεματοφύλακες πιστοί των ιερών και ακαταλύτων παραδόσεων του Έθνους μας οι Λιγκοβανιώτες, αγωνίσθηκαν από το 1870 με φανατισμόν αγώνα ιερό κατά της σλαβικής προπαγάνδας που ωργίαζε και αλώνιζεν ολόκληρον την Μακεδονικήν ύπαιθρον.

Οι Λιγκοβανιώτες κρύβουν μέσα τους ότι υπεροχώτερο έχει να επιδείξη η ανθρώπινη ψυχή: την Πατρίδα.  Η καρδιά των πλημμυρισμένη από Ελλάδα, σκιρτά από συγκίνηση και ενθουσιασμό και στο απλό άκουσμα της λέξεως Ελλάς.  Οι Λιγκοβανιώτες με την θέρμην της ελληνικής ιδέας, ανέδειξαν πολλούς Μακεδονομάχους, οι οποίοι διεκρίθησαν δια το θάρρος και αυτοθυσίαν των.  Ο Κώστας Χαριζάνης, ο Κινές, ο Δαναήλ, ο Τράκας, ο Πάσχου, ο Χάϊδας, ο Μόσχου και πολλοί άλλοι.  Είδαν τα βρεφη των να πνίγονται μέσα εις την ιεράν κολυμβήθραν υπό των Βουλγάρων.  Είδαν τον  Μπέλιο Δήμο να στραγγαλίζη το νεογέννητο βρέφος του δια να μη βαπτισθή από Βούλγαρον ιερέα.  Είδαν τους δασκάλους των να κατακρεουργούνται και τα σχολεία των να μένουν κλειστά.  Την εκκλησίαν των να σφραγίζεται υπό των τουρκικών αρχών τη υποδείξει των Βουλγάρων ίνα αναγκασθούν και γίνουν Βούλγαροι.  Είδαν πολλούς ομοϊδεάτας των να φονεύονται με τον αγριότερον τρόπον.  Μέσα στην εκκλησίαν των κατά την ώραν της θείας λειτουργίας κατ’ επανάληψιν εδέχθησαν ομαδικήν επίθεσιν των Βουλγάρων και ο ιερός ναός έγινε πεδίον αγρίων μαχών με όπλα, μανουάλια, ιεράς εικόνας και ότι πρόχειρο ευρίσκετο κατά την κρίσιμον εκείνην στιγμήν.  Και αφού πλημμυρούσε ο τόπος από αίματα και εξεδιώκοντο οι επιδρομείς, παρουσιάζοντο και μερικά πτώματα φονευθέντων.

Εδώ στη Λιγκοβάνη συνήφθη ομηρική μάχη πέριξ του τότε Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης και μετέπειτα πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ του Γ΄ τον οποίον οι Βούλγαροι απεπειράθησαν να τον κακοποιήσουν εξερχόμενον του ιερού ναού μετά την τελεσθείσαν υπ’ αυτού λειτουργίαν.

Αξιομνημόνευτον περιστατικόν είναι το κατωτέρω, σχετικόν με τον εθνικόν φανατισμόν των Λιγκοβανιωτών.   Όταν ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ ο Γ΄ ήτο Μητροπολίτης Θεσ/νίκης, εις την Λιγκοβάνην ήτο εφημέριος ο Παπαχριστόφορος.  Ούτος ήτο σχεδόν αγράμματος, όπως συνήθως την εποχήν εκείνην όλοι οι ιερείς.  Είχε όμως το μεγαλύτερον προσόν για την εποχήν εκείνην (1870-1885) του Μακεδονικού  αγώνος:  είχε αφαντάστως μεγάλην ελληνικήν καρδιά.  Ήτο άνθρωπος για την περίστασιν.   Είχε όμως και ένα μεγάλο ελάττωμα, ότι έπινε.  Εμεθούσε.  Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ κατ’ επανάληψιν τον προσκαλούσε και τον νουθετούσε να κόψη το κακό αυτό ελάττωμα διότι εξέθετε την ιερατικήν αποστολήν.  Παρά τας νουθεσίας ο Παπαχριστόφορος δεν συνεμορφώνετο, προβάλλων εις τας συστάσεις του Μητροπολίτου ότι «εγώ δεν είμαι παπάς της Μητροπόλεως.  Εμένα δεν με χειροτόνησεν ο δεσπότης.  Εμένα με χειροτόνησε το ελληνικό προξενείο.  Εγώ συστάσεις και απειλάς δέχομαι μόνον από τον πρόξενόν μας.»

Ο Μητροπολίτης αποφασίζει τότε να τον  στείλη εξορία  στη Ρόδο και εζήτησε από τας τουρκικάς αρχάς να εκτελεσθή η απόφασή του.  Οι Λιγκοβανιώτες δι’ επιτροπής παρακαλούν τον Μητροπολίτην ν’ ανακαλέση την απόφασίν του.  «Προς Θεού, Δεσπότ εφέντη, μη τον εξορίζετε.  Απαγορεύσατέ του να λειτουργή.  Καθαιρέσατέ τον.  Μη όμως τον απομακρίνετε από την Λιγκοβάνην.   Είναι απαραίτητος ο Παπαχριστόφορος στο χωριό μας.  Θα μας φαν οι Βούλγαροι.  Είναι η ψυχή του χωριού, είναι η συνισταμένη της ελληνικής ιδέας.  Είναι η ζώσα δύναμις του αγώνος μας εναντίον των ατίμων.   Είναι…….είναι…….είναι….»

Ο Μητροπολίτης ανένδοτος.  Η απόφασις του εξετελέσθη.

Αυτό ήτο.  Αυτό ήθελαν και οι Βούλγαροι.  Αυτό που δεν κατώρθωσαν με την πιστόλα των, με τον χρυσόν των, τους το προσέφερεν ο Μητροπολίτης.  Όμως δεν πέρασε ούτε ένα έτος και εκ της δυσμενούς τροπής που πήρε η ελληνική υπόθεσης της Λιγκοβάνης εκ της απουσίας εκείνου του αγραμμάτου και μεθυσμένου ιερέως Παπαχριστόφορου και αναγκάζεται ο Μητροπολίτης Ιωακείμ πιεζόμενος εκ της ανάγκης, τηλεγραφικώς να ανακαλέση τον Παπαχριστόφορον εκ της εξορίας και να τον τοποθετήση πάλιν εις Λιγκοβάνην, ανεξέλεγκτον πλέον.  Ο Παπαχριστόφορος δίδει ζωή εις τους Λιγκοβανιώτας.  Αναπτερώνεται το ελληνικό ηθικόν των.

Επειδή δε εν τω μεταξύ είχε χάσει, είχον διαρπαγεί από τους Βουλγάρους τα ιερά του άμφια και θρησκευτικά του σκεύη και επειδή δεν είχε χρήματα να αγοράση άλλα και δια τον φόβον μη του τα κλέψουν και πάλιν, τα αντικατέστησε με μια ιδικήν του έμπνευση.  Εις το εσωτερικόν του ράσου έραψεν ένα μεγάλο σταυρό με κίτρινο ύφασμα.  Και όταν λειτουργούσε ή εκήδευε νεκρόν ή εκτελούσε τελετήν, φορούσε το ράσο του ανάποδα ώστε ο κίτρινος σταυρός να είναι απ’ έξω.  Το μάλινο χωριάτικο ζωνάρι του το είχε μετατρέψει σε πετραχήλι, επίσης με 3 σταυρούς από κίτρινο πανί.  Την ταμπακιέρα του σε θυμιατό.  Και έτσι όλα τα σύνεργά του τα κουβαλούσε πάντα μαζύ του και δεν υπήρχε φόβος για να του τα κλέψουν.
Επί πολλά έτη εξυπηρέτησε τους Λιγκοβανιώτες θρησκευτικώς κατ’ αυτόν τον τρόπον, την δε ελληνικήν ιδέαν όσον ολίγοι αγωνισταί μέχρις ότου κατά την τελετήν της Αναστάσεως το 1894 και όταν παρουσιάσθη εις την Μεγάλην Πύλην του ναού προσφέρων το άγιον φως, τον περικύκλωσαν οι Βούλγαροι και απήτησαν να φύγη από τη θέσιν του δια να προσφέρη το άγιον φως ο Βούλγαρος ιερεύς και επειδή αυτός επέμενε καταφερόμενος κατ’ αυτών, τότε ο Βούλγαρος Τοσίνωφ τον άρπαξεν από τα μαλιά της κεφαλής και με ένα βίαιο τράβηγμα του άφηρεσε τα μαλιά μαζύ με το κρέας.  Αιμόφυρτος όπως ήτο κατάφερε ένα γερό κτύπημα εις το πρόσωπο του Τοσίνωφ με το τρικέρι και σωριάστηκαν κατά γης και οι δύο, ίνα ο μεν Τοσίνωφ να θεραπευθή τελείως, ο δε Παπαχριστόφορος μετ’ ολίγο καιρό να παραδώση την μεγάλην ψυχήν του εις τον Θεόν και εις το Ελληνικόν έθνος.


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 1952