Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012


Ο   ΓΕΛΑΔΑΡΗΣ
 


Κάθε πρωί ακούω τη φωνή του.  Μια γνώριμη, σκληρή φωνή, εωθινό εγερτήριο, που διαπερνά τα στενοσόκακα του μαχαλά και σβήνει στην αλαργινή άκρη του.  Κι ακούω τα ποικιλόηχα κουδουνίσματα και τα μουγκανητά των γελαδιών που ξεπορτίζουνε νωθρά κι αργοβαδίζοντας σταθμεύουν στη γελαδαριά.  Είναι άγνωστο  πότε στήθηκε στην δυτική πλευρά του χωριού και σε απόσταση μερικές δρασκελιές από τα ακρινά σπίτια του κάτω μαχαλά, η αγελαδαριά.
 

Σ' αυτή λοιπόν την αλάνα, δεξιά των κοιμητηρίων, μαζευόντουσαν κάθε πρωί τα γελάδια και τα βόδια. Εδώ τα καρτερούσε και από δω τα δρομολογούσε ο βουκόλος.  Ηλιοψημένος άντρας, γιομάτος σκληρή ζωή, αντοχή, δύναμη και υγεία.  Με το εξασκημένο μάτι του μετρούσε, ξαναμετρούσε τα ζωντανά, αν είναι όλα για να τα ξεκινήσει για τη βοσκή, προτού ακόμα βγει ο ήλιος.  Τα βόδια αργοσαλεύανε με το φανταχτερό τους όγκο κι ανηφορίζανε νωθρά.  Και τα μοσχάρια χαρωπά, με το καθάριο τους, το ίσιο μάτι ακολουθούσαν τις μανάδες τους.  Οι γάιδαροι λιπόσαρκοι, πρωτοπορία των γελαδικών, έσκυβαν κι οσφραίνονταν τη γη με τα πλατιά τους τα ρουθούνια κι ύστερα σήκωναν τα κεφάλια τους με υψωμένα τα χοντρά τους χείλη.  Ανηφόριζε το κοπάδι προς το Βάξου Μπαζαλούκ και σκορπούσε στην ατέλειωτη πλαγιά και σκυφτοκέφαλο έβοσκε στη γη το νιόβγαλτο και το ξερό χορτάρι.  Ορισμένα ξεγλιστρούσαν μέσα στο λάκκο και μασούσαν βλαστάρια.  Άπλωναν τα βόδια τις γλώσσες τους και έφταναν τα ψηλότερα κλωνάρια.  Κι όταν φούσκωναν οι κοιλιές και τα ερχόταν η δίψα, κατηφόριζαν στο ρυάκι και έπιναν αχόρταστο νερό.
 

Όλη μέρα ο γελαδάρης τους παραστέκει φροντιστής.  Ψηλότερη η μαγκούρα απ’ το μπόι του.  Κι έχει στην πλάτη κρεμασμένο τον ντορβά με το ξερόψωμο και το ξερό τυρί του.  Φροντίζει, σαν έρθει η ώρα του φαγητού - κι έχει για ρολόι του τον ήλιο - να καθίσει, να γιοματίσει με όρεξη, να πιει και νερό απ’ το πηγάδι.  Τα άχυρα που πλέουν πάνω στο νερό θα τα καθαρίσει και θα πλύνει το πρόσωπο και το λαιμό του.  Και την ώρα που τρώγει ο νους του είναι στο κοπάδι.  Και ενώ έχει την πλάτη του ακουμπισμένη στη ρίζα της ιτιάς, λαγοκοιμάται.  Τα ρουθούνια της μύτης του ανοιγοκλείνουν και το μελαμψό πρόσωπό του με τα εξογκωμένα μήλα έχει μια ελαφριά κιτρινάδα.  Τα άχυρα, που πλέανε στο νερό, τα χτυπά ο ήλιος και λαμπυρίζουνε και σβήνουνε.  Τα καλάμια σε πολλά μέρη κλείνουνε την επιφάνεια της μικρής λιμνούλας.
 

Μεσημέρι κι ο θεριστής στη βράση του.  Ο ήλιος αλύπητα πυρπολεί τα πάντα εξατμίζοντας κάθε υγρασία και κάθε δροσιά.  Από το ρέμα ανεβαίνουν μέσα στον αέρα διάφανοι υδρατμοί, σαν αιθέρια κύματα λιβανωτού.  Όλοι πάνω-κάτω οι Ξυλοπολίτες στα χωράφια για το θέρος.  Τα σπίτια  με τους πυρωμένους πέτρινους τοίχους έρημα, σαν από καιρό ακατοίκητα.  Το κάμα πνίγει και την παραμικρή ανάσα ζωής, παραλύοντας κάθε φωνή και εκδήλωση ζωντανής ύπαρξης.  Μονάχα μια θορυβώδικη ρυθμική πολυφωνία από τ’  αμέτρητα τζιτζίκια, που σκαρφαλωμένα και κρυμμένα στα κλαδιά των δένδρων ανυψώνουν έναν μονότονο και σπαρακτικό ύμνο προς τον κυρίαρχο του φωτός και της ζωής.  Το ατελείωτο τζιτζίρισμα κάνει ακόμη πιο έντονη την ερημιά και τη νέκρα και απλώνει σαν χιλιόστομη κραυγή σιωπής που χύνεται παντού.

Πολλές φορές θα προβάλλει μπροστά του το άσπρο, λευκό και στρογγυλό συννεφάκι.  Στον καταγάλανο ουρανό της Ξυλόπολης θα το βρει ολομόναχο να προχωρά γρήγορα και όλο ν’ ανεβαίνει και να ψηλώνει προς τον ουρανό.  Σε λίγο θα σηκωθεί εκείνος ο απαίσιος αέρας, θα σκορπίσει εκείνη την κίτρινη σκόνη και, όταν σταματήσει και κατακαθίσει η σκόνη, θα αρχίσει να ψιλοβρέχει.  Μια σκονισμένη γλιστερή βροχή.   Κίτρινη, θολή, σαν να είχε σουρωθεί από άχυρα, ανεβαίνει σαν αχνός στον ουρανό και πέφτει κάτω αχνιστή και βαριά.

Όσο και αν προσπαθεί να προστατευτεί η κάπα  δεν του είναι αρκετή.  Θα βραχεί, τα ρούχα του θα κολλήσουν στο κορμί του, θα γίνει μουσκίδι.

  Όλα τα ζώα του είναι γνώριμα.  Τα βόδια κι οι αγελάδες και τα δαμάλια και τα μοσχάρια και τ’ άλογα και τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τα χοντροκέφαλα.  Ξέρει τις ιδιοτροπίες τους και τις καλές συνήθειές τους.  Ξέρει τα ήμερα και τα καλοκαρδεί, τα άγρια και τα μαλώνει.  Ακούν εκείνα τη φωνή του  και τα άτακτα πειθαρχούν, ξυπνούν όσα κοιμούνται κι όσα φρόνιμα νιώθουν την προστασία του. 
 

Ξέρει την ηλικία του καθενός και ποιες αγελάδες θα γεννήσουν.  Θα πάρει τότε το νιογέννητο μοσχάρι, θα το φέρει στη νοικοκυρά και θα πάρει το φιλοδώρημά του.  Την άλλη μέρα το πρωί θα δεχθεί στην τάλβα την πουγάτσα, θα γευματίσει, θα προσφέρει και στους διαβάτες που θα βρεθούν στο δρόμο του και ένα μεγάλο κομμάτι  θα το ξανατυλίξει και κατά την επιστροφή του θα επισκεφτεί στο στάβλο τη λεχώνα και θα της το προσφέρει.

Η κοινότητα χρησιμοποιούσε μισθωμένους αγελαδάρηδες, ένα για τον πάνω μαχαλά και ένα για τον κάτω, για διάστημα όχι μεγαλύτερο του έτους.  Την ημέρα του Αγίου Δημητρίου οι αγελαδάρηδες και οι προύχοντες συναντιούνταν στην αγορά του χωριού, όπου έκαναν τις διαπραγματεύσεις.  Οι μεγαλύτεροι και πιο έμπειροι αγελαδάρηδες ήταν ευυπόληπτοι και αμείβονταν καλύτερα.  Το χωριό είχε τρεις αγελαδαριές και η κάθε μία συγκέντρωνε περίπου διακόσια ζώα.

Εκείνον τον καιρό πολλοί ήταν οι αγελαδάρηδες που πέρασαν από τον κάτω μαχαλά.  Ποιον να πρωτοαναφέρεις!  Όμως παρά το πλήθος τους, μερικοί αναβλύζουν από το πηγάδι των αναμνήσεών μου. Ο μπάρμπα Θανάσης Λιόκας, ο μπάρμπα Γιώργος ο Καλαψής, ο μπάρμπα Νίκος ο Βαρσάνης, ο μπάρμπα Νίκος ο Αλιόγκας (Σόφιν Κόλης), ο μπάρμπα Ηλίας ο Άμπλας κ.ά.
 

Εκεί στην εξοχή που ζούσε όλη μέρα ο γελαδάρης είχε μια εξοικείωση και μια σχέση μ’ όλα τα πράγματα.  Οι πέτρες και τα χορτάρια, τα δένδρα και τα ρυάκια και τα πουλιά, όλα δικά του, ζυμωμένα με την ψυχή και με τη ζωή του, μ’ έναν τρόπο ανάλαφρο κι αδιόρατο κι αγνό.  Και στις βροχές και στις μπόρες και στα χαλάζια ανέμελος.  Κι από την κούραση βαμμένος και στα λιοπύρια ξέστηθος και στους ανέμους αδιάφορος.  Όσα τραγούδια άφηνε ο άνεμος να ξεψυχήσουν στις ράχες, τα ’παιρνε εκείνος σα να’ ταν δικά του και τ’ ανάσταινε με την ίδια χαρούμενη διάθεση.  Ακουμπισμένος στη μαγκούρα του αφουγκραζόταν τον ανασασμό της γης, τον ψίθυρο των φύλλων, τ’ ανάλαφρο φλοίσβημα του ρυακιού.  Κι η σκέψη του, ακολουθώντας το νερό, χάνονταν κι έσβηνε σαν ένα φευγαλέο όνειρο.  Όσα του αποκάλυπτε η φύση την κάθε ώρα και στιγμή ήταν γι’ αυτόν οράματα που ξανάνιωναν μ’ ένα θείο κι αρμονικό χαμόγελο.  Κι η ψυχή του ήταν γεμάτη απ’ τους αντίλαλους που αφειδώλευτα σκορπούσαν τα πράγματα της φύσης εκεί στην ερημιά.  Καθώς έβοσκε το κοπάδι του σιγοβαδίζοντας, εκείνος συλλογιστά τ’ ακολουθούσε.  Νήπιος στη γλώσσα και στην ψυχή.  Απλός στους τρόπους.  Άσωτος ο σπόρος της λιτότητας μες στην ψυχή του.  Μιλούσε μονάχα όταν ήθελε ν’ αποκαλύψει τα μυστικά της τέχνης του και της ζωής του.  Όλο το είναι του συγκεντρώνονταν στα μάτια του, που με μια άγρυπνη ευαισθησία παρακολουθούσαν το ξέγνοιαστο κοπάδι.  Αυτός δέχονταν το θερμότατο φιλί του ήλιου.  Κι αυτός πάλι κατά το βράδυ το ύστερο φίλημα τ’ αποχαιρετισμού.
 

Το καλοκαίρι  ξηραίνονταν οι βρύσες και τα ρυάκια.  Ο ήλιος έπεφτε από πάνω καυτερός.  Το κοπάδι διψασμένο κατέβαινε στον ποταμό να δροσιστεί.  Τα ζώα έμπαιναν στο νερό, έπιναν και ξαπλώνονταν ύστερα στη δροσερή σκιά της λεύκας.   Αρχές καλοκαιριού, είχε τρεχάλες ο γελαδάρης.  Ο ντάβανος έχωνε το μυτερό κεντρί στο δέρμα και μες στη σάρκα του βοδιού.  Εκείνο στρίγκλιζε απ’ το φαρμακερό το κέντρισμα και έτρεχε ακράτητο σε ξένα σύνορα. 

Τις καυτερές ώρες του καλοκαιριού τα γελάδια μαζώνονταν στις σκιές μέσα στους βαθύσκιους λάκκους.  Τα βόδια αναμασούσαν την τροφή, έδιωχναν τα έντομα με τις ουρές και ανοιγόκλειναν ράθυμα τα βλέφαρά τους.  Κι οι γάιδαροι κυλιούνταν, έστεκαν ορθοί στον ήλιο, έδιωχναν τις μύγες με τα μεγάλα αυτιά και τις τριχωτές ουρές τους.  Την ώρα αυτή ο γελαδάρης ξαπόσταινε στον παχύ ίσκιο της βαλανιδιάς κι είχε καιρό να διαλέξει ένα ξύλο, το βαθούλωνε και έφτιαχνε μ’ αυτό μια ξύλινη κουτάλα.  Έτσι περνούσε ευχάριστα την ώρα του. 
 

Τον χειμώνα η εξοχή ήταν κάτασπρη απ’ τα χιόνια.  Νέκρα και παγωνιά παντού.  Τα γελάδια κλείνονταν στ’ αχούρια.  Έναν και δύο μήνες θα έμεναν φυλακισμένα εκεί.  Μούδιαζαν απ’ το στάσιμο. Έτρωγαν το άχυρο ανόρεχτα, έπιναν χωρίς πολύ κέφι το νερό.  Η ζέστα μονάχα τ’ αχουριού έκανε μαλακές τις ώρες.  Τότε ο γελαδάρης έβρισκε καιρό για να ξεκουραστεί.  Φτωχός και καταφρονεμένος απ’ τη μοίρα του.  Κάποτε η γελαδαρού θέλησε να εξυψώσει κι αυτή τον άντρα της.  Μα καθώς είναι στενόκαρδοι οι άνθρωποι την παρατήρησαν πικρά: «Βαν’ κι’ γελαδαρού τον άντρα της με τους πραματευτάδες».  Κι έμεινε παροιμία ο λόγος τους. 

Παλιά η τέχνη του γελαδάρη, όσο κι ο άνθρωπος.  Δεν βρέθηκε όμως ένας άξιος ποιητής να τους τραγουδήσει.  Να φανερώσει με την τέχνη του ένα νέο είδος ποίησης που θα στέκει ακριβό μες στη πνευματική δημιουργία των αιώνων.