Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

ΚΟΥΡΕΙΣ (ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΔΕΣ) ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ

Η Ξυλόπολη χτίστηκε στα πόδια του Βερτίσκου και επεκτάθηκε με γειτονιές γύρω της, που γρήγορα μεγάλωσαν και απέκτησαν νέα πολεοδομική μορφή, σύμφωνα με τις επιταγές της οικιστικής ανάπτυξης. Η βόλτα στα σοκάκια με τα πέτρινα σπίτια, η ανηφόρα στα στενά δρομάκια, που οδηγούσαν στις πάνω γειτονιές και που μοσχοβολούσαν από τις ανθισμένες γλάστρες, συνέθεταν την εικόνα της αισθητικής απόλαυσης που προσέφερε η αυθεντικότητά της.  Η ακανόνιστη και δαιδαλώδης, εκ πρώτης όψεως, σημερινή διάταξη των δρόμων είναι αποτέλεσμα συνεχούς διεργασίας.

Ωστόσο το πράσινο και η φύση αποζημίωναν τον αναβάτη που νόμιζε πως βρίσκεται σ' ένα άλλο κόσμο, πρωτόγονο.

Με σημείο εκκίνησης την αγορά της Ξυλόπολης, μια περιορισμένη κεντρική πλατεία με έντονο παραδοσιακό χρώμα, που αποτελούσε το σημείο αναφοράς και για τις τέσσερις μεγάλες ράχες πλημμυρισμένες από μια θάλασσα δένδρων, με το μεγαλύτερο μέρος του χωριού κρυμμένο μέσα στην πυκνή βλάστηση και πίσω από ράχες και πρανή, βρίσκονταν ξεχασμένοι στη λήθη του παρελθόντος και των επαγγελμάτων, που έσβησαν μετά τη βιομηχανική επανάσταση, οι κουρείς (μπαρμπέρηδες).

Σε τούτα τα μαγαζάκια δεν εισχωρεί η ισοπεδωτική αισθητική του μεταμοντέρνου. Από εδώ μέσα ξεπηδούν μνήμες μιας αλλοτινής εποχής, κάτι νοσταλγικές εικόνες, αποσπασμένες, φυλακισμένες στην ασφαλή αιωνιότητα. Χωμένοι σε μαγαζάκια - τρύπες, με μαγαζάτορες που πάλιωσαν μέσα στις «φωλιές» τους, από τη γενιά εκείνη που ρίζωσε και στοίχειωσε αφήνοντας μίαν αίσθηση μελαγχολίας. Γνώριμοι πρωταγωνιστές, εικόνες, ατμόσφαιρες, φιγούρες, χαρακτήρες, χρώματα-απομνημονεύματα της Ξυλόπολης σε κορνίζες διατηρητέες.

Ένα με τους μπακάληδες, τους καφετζήδες, τους ραφτάδες, τους περιπλανώμενους ψαράδες και τους λαϊκούς πραματευτάδες, ο μπάρμπα-Κώστας  ο Πατσοράκης, ο κουρέας της Ξυλόπολης.  Ενώ ο μπαρμπά-Γραμμένος ο Γραμμενίδης και μπαρμπα-Λάζαρος ο Τερζής και αργότερα ο μπάρμπα-Γιάννης ο Χατζής αγωνίζονταν για να τον φτάσουν.  Για πάρα πολλά χρόνια περιποιούνταν τρίχες, ζύγιαζαν τις ψαλιδιές σε πελάτες κάθε ηλικίας. Εδώ συναπαντώνταν μαθητές, συνταξιούχοι, κάθε λογής μεροκαματιάρηδες από τα διπλανά χωριά: Νικόπολη, Βερτίσκο, Ίσωμα, Θεοδόσια και Λαχανά. Λεπτεπίλεπτες, ευγενικές, χαμογελαστές, καλόκαρδες φιγούρες οι τρεις τους, μορφές που ξεπηδούν από παλιά κινηματογραφική ταινία. «Άστορ» ξυραφάκια, παλιές λεπίδες, παλιές χειροκίνητες μηχανές, ψιλοτριμμένο σαπούνι για αφρό, πετσέτες που αντέχουν στον χρόνο, ψαλίδια που καλοδουλεύουν, ξύρισμα κόντρα, «χύμα κολόνια-ποιότης εγγυημένη». Μαγαζάκια εποχής, χωρίς χλιδάτες βιτρίνες και πινακίδες-κράχτες.

Σιωπηλά κουρεία με παλιομοδίτικα έπιπλα, παλιά περιοδικά για την αναμονή, με έντονη τη μυρωδιά της κλεισούρας και της λαδομπογιάς, απ' όπου ξεπηδούσαν εικόνες και σκηνές με ευγενικές χειραψίες.  Εικόνες ποτισμένες με ανθρωπιά, σχέσεις ανθρώπων που μπήκαν στα κλεφτά για ένα φρεσκάρισμα, με διπλωμένα τα λεφτά στο φαρδύ ζωνάρι. Σε τέτοια μαγαζάκια, αμυντήρια αλλοκαιρινών εποχών, βολτάρει ο νους. Στον καθημερινό αγώνα ενάντια στη φθορά, στα «δάκρυα των πραγμάτων» που αντιστέκονται στη λεηλασία του ψευδομοντέρνου.

Κάποτε τα κουρεία αποτελούσαν το κατεξοχήν ανδρικό μαγαζί. Κάθε άνδρας επισκεπτόταν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα τον μπαρμπέρη του για ένα «κόντρα» ξύρισμα και ένα κλασικό ανδρικό κούρεμα. Ήταν τέτοια η σχέση που αναπτυσσόταν ανάμεσα στον κουρέα και στον πελάτη ώστε, καθώς αφηνόταν στα μαγικά χέρια του μπαρμπέρη, τον εμπιστευόταν φτάνοντας στο σημείο να του μιλήσει για τα προσωπικά του. Τα κουρεία αυτά ενέπνευσαν τον ελληνικό κινηματογράφο· οι ιδιοκτήτες τους ήταν το μάτι και το αυτί της γης.