Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012


ΜΙΚΡΟΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΞΥΛΟΠΟΛΙΤΩΝ

 

Εκτός από τις κύριες απασχολήσεις του Ξυλοπολίτη υπήρχε ακόμη ένας σωρός από άλλες μικροαπασχολήσεις, που ξεφύτρωναν κάθε τόσο και που έπρεπε να βρίσκεται πάντα τρόπος για την αντιμετώπισή τους.  Γιατί όσο κι αν φαίνονται μικρότερης σημασίας, ήταν ωστόσο άρρηκτα συνδεδεμένες με την κανονική και απρόσκοπτη πορεία της όλης προσπάθειας του αγρότη και γι’ αυτό ήταν αναγκασμένοι να αναζητούν και να βρίσκουν τον καιρό να τις κάνουν κι αυτές.

Έτσι, όταν έβλεπε ότι κάποιο ξύλινο εξάρτημα του αλετριού του ήταν επικίνδυνο να σπάσει, έπρεπε να αναζητήσει έγκαιρα το κατάλληλο ξύλο, να το κόψει και να το πελεκήσει, για να είναι έτοιμο να αντικαταστήσει στην ώρα του το φθαρμένο.

Στο τέλος του καλοκαιριού έπρεπε να ελέγξει μήπως χρειαζόταν μερεμέτισμα το σπίτι που κατοικούσε, για να καλέσει έγκαιρα τον χτίστη και το μαραγκό γι’ αυτά και αυτός να φροντίσει να φέρει τυχόν χρειαζούμενο κοκκινόχωμα για συμπληρωματική στρώση πάνω στο δάπεδο.

Αδιάκοπη επίσης έπρεπε να είναι η προσοχή του οικογενειάρχη αγρότη και της γυναίκας του γύρω από την ενδυμασία όλης της οικογένειας, με σκοπό την έγκαιρη διόρθωση των ρούχων με τα κατάλληλα μπαλώματα και μερεμέτια, για να κρατήσουν όσο γίνεται περισσότερο.
Γνέσιμο.
Έτσι η νοικοκυρά είχε το ειδικό καλαμένιο καλαθάκι -το ραφτικό- μέσα στο οποίο διατηρούσε πάντοτε το ψαλίδι, τις βελόνες και σακοράφες, τη δακτυλήθρα και πολλών λογιών καρούλια και κλωστές, καθώς και πολλά κομμάτια πανί ή ύφασμα από παλιά και καινούρια, τα οποία χρησιμοποιούσε με μεγάλη επιδεξιότητα και μπάλωνε το κάθε ρούχο της οικογένειας που παρουσίαζε φθορά.

Επιπλέον η νοικοκυρά έπρεπε να φροντίσει για τη συντήρηση και κατασκευή των παπλωμάτων. Το έργο αναλάμβανε ο παπλωματάς. Ήταν ένας γραφικός τύπος, αγνώστου καταγωγής, που τον καλούσαν οι νοικοκυρές της γειτονιάς με τη σειρά, μόλις έστρωνε ο καιρός.  Πλένανε το πανί που τα κάλυπτε, και αυτός, μ’ ένα ειδικό σκοινί τεντωμένο σε βέργα, χτυπούσε το μαλλί ή το βαμβάκι και γινόταν αφράτο, ενώ με περίσσεια τέχνη «κεντούσε» κυριολεκτικά τα παπλώματα.  Και όλα αυτά σε μια αυλή, στρώνοντας κάτω και κάποιο χράμι για να ακουμπάει και να μη λερωθεί. Τα σύνεργα της δουλειάς του ήταν: το τοξάρι με την κόρδα (χορδή) που ήταν φτιαγμένη από στριμμένο έντερο βοδιού, το κοπάλι (ξύλινο σε σχήμα μπουκαλιού), μια μαύρη ψαλίδα, βελόνα, κλωστές, δακτυλήθρα και το τσιπούκι (βέργα) λεπτό, πελεκημένο και λείο, από ξύλο κρανιάς, που ξεπερνούσε το ένα μέτρο.

Ο αργαλειός.

Την κύρια και ξεχωριστή θέση μέσα σε ένα Ξυλοπολίτικο σπίτι την κατείχε ο αργαλειός, με τον οποίο η γυναίκα του σπιτιού κατασκεύαζε διάφορα είδη για τις ανάγκες της οικογένειας. Τα Ξυλοπολίτικα υφαντά έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, την σφιχτή ύφανση. Τα χρώματα που επικρατούσαν ήταν το μαύρο και το κόκκινο και τα στολίδια που συμπλήρωναν το υφαντό ήταν πολύχρωμα. Οι ύλες που χρησιμοποιούνταν κυρίως ήταν βαμβάκι και μαλλί. Στην παλιά εποχή δεν υπήρχαν έγχρωμα νήματα, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να αναγκάζονται να τα βάφουν μόνες τους.  Αυτό γινόταν με το να χρησιμοποιούν φυτικές βαφές, από ρίζες φυτών, φύλλα, λουλούδια, καρπούς ή ακόμα και μουτζούρα από το τζάκι και λουλάκι. Τα υφαντά είχαν θέματα με σκηνές της καθημερινής ζωής, ακόμα και πρόσωπα. Τα είδη που φτιάχνονταν ήταν αμέτρητα: χαλιά, κουβέρτες, κάπες, ντισάκες (είδος ταγαριών), βράκες, φορέματα, κουρτίνες, δαντέλες, φούστες, τραπεζομάντιλα κ.α.

Στην Ξυλόπολη σε κάθε σπίτι ο αργαλειός κατείχε ξεχωριστή θέση. Τα Ξυλοπολίτικα υφαντά διακρίνονται για την αρμονία των χρωμάτων και την καλαίσθητη διακόσμησή τους. Οι γυναίκες ήταν γνωστές για την ιδιαίτερη δεξιοτεχνία τους στην κατασκευή υφαντών.  

Η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία έβαλε στο περιθώριο την παραδοσιακή υφαντική.  Σήμερα το επάγγελμα της υφάντρας και η τέχνη του αργαλειού έχουν αντικατασταθεί  από σύγχρονες μηχανές.

Οι γυναίκες όμως ήταν επιφορτισμένες και με τις υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού όπως τη φροντίδα των παιδιών, και επιπλέον το ζύμωμα του ψωμιού που γινόταν κάθε ένα ή  δύο Σάββατα.
 
Με το πλύσιμο των ρούχων που γινόταν κυρίως στο σπίτι αλλά και στον Μπογδάνα. Στο σπίτι δεν υπήρχε νερό, και έτσι το έφερναν με τα λαγήνια (στάμνες) και τα γκιούμια από τα πηγάδια που ήταν διάσπαρτα κοντά στο χωριό.  Περίφημα πηγάδια ήταν του "Τζούλιου", του «Ηλίου», του «Κυρλίου», του «Πέτρου», του «Ασάν» κ.ά. Τα μονοπάτια που οδηγούσαν στα πηγάδια έσφυζαν από ζωή.
 

Το σιδέρωμα γινόταν με σίδερo - βαποράκι, που θερμαινόταν με κάρβουνα που τοποθετούνταν στο εσωτερικό του.

Εγώ κολλημένος στην παράδοση αναζητώ αναμνήσεις σ' αυτή.
Δεν είναι εύκολο να αποκολληθείς απ' αυτή, όταν τρυφερό βλαστό σε μπόλιασαν μ' αυτή.  Ευτυχείς όσοι αποκομμένοι από τα δεσμά της και ανεπηρέαστοι ζουν και συμπεριφέρονται στο κλίμα που βρίσκονται.

Καθώς περνούσαν τα μισά του Οκτώβρη, πώς να μην έλθουν στο νου μου, τέτοιο καιρό, εκείνες οι εικόνες της αναστατώσεως του σπιτιού, που ετοίμαζαν τώρα, τέτοια εποχή, τα διάφορα σπιτικά - χειροποίητα ζυμαρικά, τα «ρετσέλια», τους «καβουρμάδες» για όλο το χειμώνα!
 
Ο φούρνος.

Σαν να βλέπω μπροστά μου τον πλάστη να πλάθει το ζυμάρι για τον «τραχανά». Καζάνια να βράζουν τα «πικμέζια» και τα «ρετσέλια». Μέρες ολόκληρες, έβραζαν τα «ρετσέλια» και τα «πικμέζια», τα δοκίμαζαν και τα ξαναδοκίμαζαν, φωνάζοντας μεταξύ τους οι νοικοκυρές για να δώσουν αμοιβαίες συμβουλές και γνώμες, αν πήχτωσε το πετιμέζι, αν έβρασαν καλά τα «ρετσέλια», αν πήραν καλό χρώμα, αν, αν, ...αν για να τα βάλουν επιτέλους στα «πιθάρια» και να κρύψουν οι γριές κανένα κουτί με ρετσέλια, σε κανένα σκοτεινό «οντά» ή στο «κελάρι», για να τα πάνε ύστερα κρυφά πάλι στην κόρη, κρυφά από τα «πεθερικά» της.

Είναι τώρα αυτά ...λησμονημένες ιστορίες.  Απηχούν ένα παλιό νοικοκυριό που πέρασε και έσβησε. Νοσταλγία των παλιών. Περιφρονητικός θαυμασμός των νέων.  Η ιστορία με την ροή της.  Η πρόοδος που έρχεται αναπότρεπτα. Ναι, στην πρόοδο. Άλλα και ματιές στην παράδοση που εμπνέει.

Αν οι πλατείες και τα δρομάκια της Ξυλόπολης είχαν φωνή, θα έλεγαν πολλά. Θα μας ψιθύριζαν κουβέντες για τους κρεοπώλες, τους τζαμπάσηδες και τόσους άλλους που διαχρονικά διαμόρφωσαν την ιστορία αυτού του τόπου. 

Οι κρεοπώλες του χωριού μεριμνούσαν για την εξεύρεση και αγορά των κασαπικών (σφαγίων) από τους παραγωγούς, τα οποία έσφαζαν σε κάποιο απόμερο μέρος του χωριού, τα γδέρνανε και χώριζαν το κρέας από την προβιά (δέρμα). Έπειτα, αφού τα ξεκοίλιαζαν και έβγαζαν το συκώτι και τα μεσιακά (κοιλιά με τα’ άντερα), τα μετέφεραν στον τόπο της λιανικής πώλησης, που συνήθως δεν ήταν άλλος από τα καφενεία του χωριού, γιατί τότε δεν υπήρχαν συστηματικά κρεοπωλεία.

Κρέας από το τσιγκέλι εύρισκε κανείς στο χωριό μόνο τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές.  Σπανίως υπήρχε κρέας δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα.

Τα εργαλεία του χασάπη ήσαν ένα ή δυο χασαπομάχαιρα, με τα οποία έσφαζε και κατόπιν έκοβε και μερίδιαζε το κρέας, το τριπλό τσιγκέλι που κρεμούσε το σφάγιο για να το γδάρει, να το ξεκοιλιάσει και κατόπιν να το κόβει στις ζητούμενες ποσότητες, η παλάντζα με τα δράμια στην οποία ζυγίζονταν το πωλούμενο κρέας και το κούτσουρο (κομμάτι κορμού δέντρου) πάνω στο οποίο έσπαζαν τα κόκαλα της κάθε πωλούμενης μερίδας.
 

Άτομα που άφησαν εποχή ασκώντας το μικροεπάγγελμα του κρεοπώλη ήταν στο χωριό μας οι:  ο Μπαρμα-Αντρέας Κατάρας, ο μπαρμπα-Θωμάς Χάντας και ο μπαρμπα-Κώστας Δημητρίου.

Από τους πραματευτές της προ του αυτοκινήτου εποχής  ήταν και ο τζαμπάζης, ο άνθρωπος  με την λαλίστατη γλώσσα.   Η δουλειά του τζαμπάζη ήταν παρόμοια με τη δουλειά του μεταπράτη, με τη διαφορά ότι η δραστηριότητα του τζαμπάζη περιοριζόταν στο εμπόριο των ζωντανών μεγάλων ζώων, μουλαριών, αλόγων, γαϊδάρων και βοδινών αγελάδων, ταύρων, μοσχαριών. Τα ζώα αυτά τα αγόραζαν και ή τα μεταπουλούσαν ή τα αντάλλασσαν με άλλα καλύτερα ή υποδεέστερα με καταβολή διαφοράς σε χρήμα, με τελική κατάληξη τη μεταπώληση, όταν εύρισκαν συμφέρουσα την τιμή.
 

Και στην περίπτωση αυτή υπάρχει γυρολόγος έμπορος, του οποίου οι περιοδικές τελευταίες πράξεις γίνονταν στα βδομαδιάτικα παζάρια, όπου οδηγούσε τα αγορασμένα ή ανταλλαγέντα για τελική πώληση ή νέα ανταλλαγή.   Τζαμπάζηδες που έδρασαν στο χωριό και στην περιφέρεια ήταν: ο μπαρμπα-Αντρέας Κατάρας, ο μπαρμπα-Κώστας Σινανάς ο μπαρμπα-Λάζαρος Μαμαλιούγκας.

Σημαντική ήταν η προσφορά του ευνούχου (μπουρντιστή). Ο ευνουχισμός απέβλεπε στη στείρωση του ευνουχούμενου αρσενικού ζώου και αυτό το πετύχαιναν με την αποσύνδεση των όρχεων αυτού από το υπόλοιπο γεννητικό σύστημα του ζώου. Την αποσύνδεση αυτή των όρχεων πετύχαινε ο ευνούχος με την αποκοπή των αβασταγών (αορτήρων) των όρχεων στα ζώα, που από φυσικού οι όρχεις κρέμονται και αιωρούνται, όπως στα κριάρια, στους τράγους, στα ταυριά, στα γαϊδούρια κ.λ.π. και με την πλήρη αφαίρεση στα ζώα, όπου οι όρχεις είναι εκ φύσεως προσκολλημένοι στο σώμα του ζώου.  Αξέχαστος ευνούχος ήταν ο μπαρμπα-Γραμμένης, ο οποίος ήταν κουρέας και βιολιστής.  Πώς τα συνδύαζε όλα αυτά ήταν άξιο απορίας.  Εξ άλλου γιαυτό το λόγο είχε εφευρεθεί και το απόφθεγμα: «Μπούρντισμα, ξύρισμα και βιολί» - Μέντσος.

Τα μεταπρατικά αυτά επαγγέλματα, παρά το ότι από πρώτη όψη εμφανίζονται παρασιτικά, ήσαν ωστόσο εξυπηρετικά και ωφέλιμα και σ αυτούς που τα ασκούσαν, επειδή συμπλήρωναν κατά κάποιο τρόπο το αγροτικό τους εισόδημα, αλλά και για τους άλλους χωρικούς, που εξασφάλιζαν τη διάθεση μικροποσοτήτων από τα προϊόντα τους, που τους ήταν ασύμφορη η μεταφορά και πώληση στην πόλη και τα παζάρια.

Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα ζώα που πουλιούνταν ή ανταλλάσσονταν, γιατί δεν ήταν εύκολο και συμφέρον στον απλό χωρικό να τρέχει στα παζάρια για να πουλήσει ή ν’ ανταλλάξει το ζώο του. Επίσης και για το φτωχό αγρότη που, παρά την εκμετάλλευση που υφίστατο, του παρουσιαζόταν σαν μοναδικός τρόπος για ν αποκτήσει κάποιο κεφάλαιο μόνο με την προσωπική του εργασία και προσπάθεια.

Ακόμα ένας χώρος στον οποίο περιστασιακά ασχολούνταν οι Ξυλοπολίτες ήταν η καλαθοπλεκτική.  Απαραίτητα εργαλεία για τους Ξυλοπολίτες αγρότες ήταν τα καλάθια, τα πανέρια και τα κοφίνια που τα χρησιμοποιούσαν για τη συλλογή, μεταφορά, την αποθήκευση αγαθών και για διάφορες άλλες χρήσεις.  Γιαυτό πολλοί κατείχαν την τέχνη της καλαθοπλεκτικής.  Δεξιοτέχνης του είδους θεωρούνταν ο παππούς μου ο Χαράλαμπος, ο οποίος μάλιστα έπλεκε αφιλοκερδώς για πολλούς συγχωριανούς τα απαραίτητα κοφίνια. 

Ο τρόπος παραγωγής τους είναι ο ίδιος και τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι καλάμια και βέργες λυγαριάς. Τα καλάμια και οι βέργες αφήνονται σε νερό να μαλακώσουν, ώστε να είναι ευλύγιστες για να πλεχτούν. Αφού πλεχτούν, αφήνονται να στεγνώσουν. Δεν χρησιμοποιείται κανένα συνδετικό υλικό ή οποιοδήποτε μηχάνημα κατά τη διαδικασία.

Μόνο λυγαριές, καλάμια και επιδέξια χέρια χρειάζονταν για να φτιαχτεί ένα όμορφο και χρήσιμο καλάθι. Από τα ρέματα μάζευαν λυγαριές και έφτιαχναν κοφίνια, πανέρια και καλάθια.  Καλάμια επίσης υπήρχαν παντού.

Το καλάμι φύεται πολύ εύκολα, ακόμα και ένα καλάμι να εμφανιστεί γεμίζει ο τόπος. Τα μάζευαν τα  καλοκαίρι που είχαν ψωμώσει.

Πρώτα έφτιαχναν τον πάτο. Ο πάτος του κοφινιού πρέπει να είναι πολύ γερός για να αντέχει στα μεγάλα βάρη. Με την λυγαριά έφτιαχναν τον πάτο και ειδικά τον σταυρό. Έβαζαν τα κάθετα (στημόνια) που πάνω τους έπλεκαν με τα καλάμια το κοφίνι. Εάν ήθελαν  γερή κατασκευή, έβαζαν μόνο λυγαριά.

Σπουδαίοι άνθρωποι, που ταξίδεψαν μέσα στον χρόνο παρέχοντας υπηρεσίες, ανεξάντλητα τοπία αποτυπωμένα σε πρόσωπα και σε αντικείμενα, συμπεριφορές, νοοτροπίες και ικανότητες που άνθισαν και καρποφόρησαν σε τόπους αγαπημένους, από ντόπιους ή ταξιδευτές.  Βυθισμένα πλέον στον ιστορικό ποταμό. Ανακαλύπτουμε τις μαγικές δεξιότητες και λεπτομέρειες, πέρα από έναν σύγχρονο κόσμο, γεμάτο από τη βεβαιότητα της παραγωγής και της τυποποίησης.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ  ΠΩΛΗΤΕΣ
(ΓΥΡΟΛΟΓΟΙ)
 
Η Ξυλόπολη είναι κτισμένη αμφιθεατρικά, στις νότιες πλαγιές των λόφων του ορεινού συγκροτήματος του Βερτίσκου, με φυσικά όρια τους κατάφυτους λόφους προς βορρά, τον ποταμό Μπογδάνα στα Νοτιοδυτικά.

Μοναδικής ομορφιάς είναι η ώρα του ηλιοβασιλέματος. Οι γύρω λόφοι αντανακλούν το ρόδινο του ουρανού και δημιουργούν μαγευτική αντίθεση με το πράσινο της βλάστησης.

Ψηλός, ποντικομούρης, με μαύρα μαλλιά και πάντα καλοχτενισμένος, με το ύψος να του δίνει στιλάτη εμφάνιση, με τα δυσανάλογα μακριά χέρια του, τα ανοικονόμητα, που πολλές φορές του πέφτανε   κάτω στη βιασύνη του να εξυπηρετήσει με δουλοπρέπεια φανερή, γαληφιά και κολακεία τις πελάτισσες που πλησίαζαν το κρεμασμένο στο λαιμό του κινητό κατάστημα, μάλλον από περιέργεια να εξακριβώσουν την ποικιλία και την ποιότητα της πραμάτειας που πουλούσε, ο ηλικιωμένος μικροεμποράκος ήταν ο τύπος των μαχαλάδων του χωριού μας.  «Βελόνες, καρφίτσες, παραμάνες, λάστιχο τρεις πήχες ένα τάλιρο», διαλαλούσε την πραμάτεια του λίγο πριν το μεσημέρι.  H μνήμη μου απαγορεύει να θυμηθώ το όνομά του, η λαλιά του όμως ακόμη αντηχεί στα αυτιά μου.

Ήξερε την ώρα που επέστρεφαν από τους ασλαμάδες οι γέροι, οι γριές, οι νέοι, οι νέες, οι νύφες και οι συννυφάδες με τις άσπρες μαντίλες στο κεφάλι, τις ξακουστές κάτασπρες "κρούπες", μη τις κάψει ο Μαρτίσιος ήλιος. Σταματούσαν μπροστά στον πραματευτή και ψαχούλευαν το καλάθι που ήταν γεμάτο με φανταχτερά μπιχλιμπίδια και ευωδίαζε με μυρωδιές που σπάζαν ρουθούνια.

Αξιοπρόσεχτη ειδικότητα του γυρολόγου «πραματευτή», ιδιαίτερα για τη σχέση που είχε με τις γυναίκες νοικοκυρές, νέες και μεγαλύτερες.  Γιαυτό και ήταν μια αγαπημένη και πολυτραγουδισμένη ειδικότητα.

Άλλος τακτικός επισκέπτης του χωριού μας κατά τους φθινοπωρινούς μήνες ήταν ο σκουπάς. Μετά την ωρίμανση της πρώτης ύλης (σόργος, σάρος ή σκούπα), γύρω από τα μποστάνια κατέφθανε ο μάστορας για το δέσιμο.  Περιέτρεχε τα καλντερίμια εξαίροντας την τεχνική του και, όπου τον καλούσαν, έστηνε το κινητό του κατάστημα.

 
Αυτή η δουλειά ήθελε υπομονή. Καθόταν οκλαδόν και ξεκινούσε το πλέξιμο. Το χαμόγελο δεν έφευγε από τα χείλη του, όπως και το τσιγάρο. Κάπνιζε και τον ενέπνεε,  ενώ τα χέρια του δούλευαν ασταμάτητα

Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε δυο και τρεις τέτοιες σκούπες.

Τα σχέδια ποίκιλαν ανάλογα με την χρήση και τα γούστα της κάθε νοικοκυράς. Υπήρχαν οι πολύ μικρές, αλλά και οι μεγάλες με κοντάρι για την αυλή.  Μερικές φορές έπλεκε και μινιατούρες, για διακοσμητικούς κυρίως λόγους.

Ανάμεσα στους πλανόδιους επαγγελματίες, που επισκεπτόταν το χωριό μας, συγκαταλέγεται και ο "αρκουδιάρης" ....."ένας μαύρος γύφτος ξεδοντιάρης" όπως τον περιγράφει το τραγούδι. Τις περισσότερες φορές γέρος, ξερακιανός και ξεδοντιάρης, έσερνε με τον χαλκά και την αλυσίδα μία φουκαριάρα, ψωριάρα, κακοπαθημένη αρκούδα.

Μόλις έπαιζε το ντέφι, η αρκούδα πάντα υπάκουη σηκωνότανε στα πίσω της ποδάρια και καμωνότανε πως χορεύει!

Και πώς να μην υπακούει! Αν ήθελε ας έκανε κι αλλιώς.....Οι αρκουδιάρηδες, γύφτικης καταγωγής οι περισσότεροι, παγίδευαν τις αρκούδες, τις έπιαναν ζωντανές και στη συνέχεια τις εκπαίδευαν με τον εξής τρόπο : τοποθετούσαν στο έδαφος μια πυρωμένη λαμαρίνα και υποχρέωναν το ζώο να πατήσει επάνω. Όσο εκείνο σήκωνε τα πόδια για να γλυτώσει από το κάψιμο, αυτός που το «εκπαίδευε» του έπαιζε και το ντέφι. Το ζώο, όπως ήταν φυσικό, συνέδεε τον ήχο του ντεφιού με το αφόρητο κάψιμο. Έτσι σήκωνε τα πόδια, για να προστατευτεί κάθε φορά που άκουγε τον ήχο του ντεφιού. Η κίνηση αυτή αντιπροσώπευε τον «χορό της αρκούδας».

Μόλις τελείωνε αυτή η διαδικασία, ο κόσμος έριχνε στο ανάποδα βαλμένο ντέφι του αρκουδιάρη τη συνδρομή του για το θέαμα που "απόλαυσε". Καμιά φορά εκτός από την αρκούδα το θέαμα συμπληρωνόταν με μια μαϊμού, η οποία χοροπηδούσε και έκανε τον κόσμο να γελάει.

Παντοειδείς τεχνίτες και γυρολόγους θυμόμαστε οι παλαιότεροι να γυρνούν το χωριό μας και να πωλούν την τέχνη και την πραμάτεια τους, από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά, πάντα καλοδεχούμενοι από τους Ξυλοπολίτες, καθώς αυτοί δεν είχαν τη σημερινή εύκολη πρόσβαση σε κάθε είδους καταστήματα και εμπορικά κέντρα.

Γυρολόγοι με ονόματα και ειδικότητες, πολλές από αυτές άγνωστες σήμερα, αξίζει όμως να τις θυμόμαστε.

Γραφικές φιγούρες και γνώριμες φωνές, που συνόδευσαν τα παιδικά μας χρόνια και κουβαλάμε νοσταλγικά στο μυαλό και στην  καρδιά μας μέχρι σήμερα. 

Ο «Μπιρ Μπολ», ο παγωτατζής, ήταν η χαρά όλων μας.  Χαλούσαμε τον κόσμο όταν τον ακούγαμε από μακριά να διαλαλεί την πραμάτεια του. «Παωτοοοό! Παγωτό χωνάκι», χαρακτηριστική φωνή και γνώριμη φιγούρα σε όλους του κατοίκους και όσοι τυχεροί είχαν τη δραχμή τρέχανε ξοπίσω του για να αγοράσουν το χωνάκι.

Ο ίδιος τους χειμερινούς μήνες πωλούσε τα κοκοράκια  και τα μηλαράκια σε κόκκινη καραμέλα που ήταν η χαρά των μικρών. Τόσο απλές ήταν οι χαρές τότε.

Το τροχήλατο, χειροκίνητο, σιγά-σιγά έγινε μεγαλύτερο και μ’ αυτό γυρνούσε όλες τις γειτονιές.  Η μέρα και η ώρα του ήταν καθορισμένες.

Τους φθινοπωρινούς μήνες κατέφθανε ο μπάρμπα-Γιώργης από την Άσηρο, διαλαλούσε με μελωδική φωνή και με επιφωνήσεις διανθισμένες με το ντόπιο ιδίωμα τα σταφύλια του. 

Με το γαϊδουράκι του, στο οποίο είχε φορτωμένα τα μεγάλα καλάθια περιέτρεχε τα καλντερίμια του χωριού.   Οι συναλλαγές μαζί του γινόταν συνήθως με σιτάρι ή καλαμπόκι αφού δεν γίνεται λόγος για νόμισμα. Όσο για το χαρτονόμισμα λίγοι ήξεραν πως είναι.

Καρέκλες ο καρεκλάς. Ο καρεκλάς ήταν αθίγγανος, περιδιάβαινε το χωριό φορτωμένος με χόρτο, και φώναζε προκειμένου να επισκευάσει ή να αντικαταστήσει το χόρτο στις καρέκλες. Όταν υπήρχε πελάτης, καθότανε επιτόπου και ξεκινούσε το πλέξιμο. Η χαρά της πιτσιρικαρίας δηλαδή, αφού τον περικύκλωναν και παρακολουθούσαν με «κατάνυξη» το μαεστρικό πλέξιμο της καρέκλας.

Ήταν ο τεχνίτης που γνώριζε να πλέκει με επιδεξιότητα το χόρτο (σάζι) στο ξύλινο πλαίσιο μιας καρέκλας.

Στα παλιότερα χρόνια οι περισσότεροι Ξυλοπολίτες  χρησιμοποιούσαν για καθίσματα  σκαμνιά από ξύλο και σκέτα κουτσούρια για τα μικρά παιδιά. Οι καρέκλες ήταν σπανιότερες και τις χρησιμοποιούσαν οι πλουσιότεροι «νοικοκύρηδες». Έτσι, με το επάγγελμα αυτό δεν ασχολούνταν πολλοί άνθρωποι.  

Οι καρέκλες γίνονταν από άγριο ξύλο, συνήθως πλάτανο, και ήσαν διαφόρων  ειδών. Άλλες με κάθισμα και πίσω πλάτη, άλλες χωρίς πλάτη και άλλες, που το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδέονταν με το πισινό πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο, που χρησίμευε για ακουμπιστήρι του καθήμενου (ραχατηλίδικες).  Εκτός από τις καρέκλες για μεγάλους ο καρεκλάς έφτιαχνε και ειδικά καρεκλάκια για τα μωρά. Αυτά είχανε πισινό κουμπιστήρι και τα δυο μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένα και συνδεμένα με τα πισινά με πλάγια μπράτσα. Σε κατάλληλο ύψος τα μπροστινά πόδια είχαν τρύπες, απ’ όπου περνούσε ειδική περόνα, κατασκευαζόταν δε  στο σύνολό  της με τέτοιο τρόπο που να προστατεύει το μωρό από τα πεσίματα. Το μικρό αυτό κάθισμα είχε στη μέση μια  ευρύχωρη στρογγυλή τρύπα, που χρησίμευε για την αφόδευση του μωρού.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012


Ο   ΓΕΛΑΔΑΡΗΣ
 


Κάθε πρωί ακούω τη φωνή του.  Μια γνώριμη, σκληρή φωνή, εωθινό εγερτήριο, που διαπερνά τα στενοσόκακα του μαχαλά και σβήνει στην αλαργινή άκρη του.  Κι ακούω τα ποικιλόηχα κουδουνίσματα και τα μουγκανητά των γελαδιών που ξεπορτίζουνε νωθρά κι αργοβαδίζοντας σταθμεύουν στη γελαδαριά.  Είναι άγνωστο  πότε στήθηκε στην δυτική πλευρά του χωριού και σε απόσταση μερικές δρασκελιές από τα ακρινά σπίτια του κάτω μαχαλά, η αγελαδαριά.
 

Σ' αυτή λοιπόν την αλάνα, δεξιά των κοιμητηρίων, μαζευόντουσαν κάθε πρωί τα γελάδια και τα βόδια. Εδώ τα καρτερούσε και από δω τα δρομολογούσε ο βουκόλος.  Ηλιοψημένος άντρας, γιομάτος σκληρή ζωή, αντοχή, δύναμη και υγεία.  Με το εξασκημένο μάτι του μετρούσε, ξαναμετρούσε τα ζωντανά, αν είναι όλα για να τα ξεκινήσει για τη βοσκή, προτού ακόμα βγει ο ήλιος.  Τα βόδια αργοσαλεύανε με το φανταχτερό τους όγκο κι ανηφορίζανε νωθρά.  Και τα μοσχάρια χαρωπά, με το καθάριο τους, το ίσιο μάτι ακολουθούσαν τις μανάδες τους.  Οι γάιδαροι λιπόσαρκοι, πρωτοπορία των γελαδικών, έσκυβαν κι οσφραίνονταν τη γη με τα πλατιά τους τα ρουθούνια κι ύστερα σήκωναν τα κεφάλια τους με υψωμένα τα χοντρά τους χείλη.  Ανηφόριζε το κοπάδι προς το Βάξου Μπαζαλούκ και σκορπούσε στην ατέλειωτη πλαγιά και σκυφτοκέφαλο έβοσκε στη γη το νιόβγαλτο και το ξερό χορτάρι.  Ορισμένα ξεγλιστρούσαν μέσα στο λάκκο και μασούσαν βλαστάρια.  Άπλωναν τα βόδια τις γλώσσες τους και έφταναν τα ψηλότερα κλωνάρια.  Κι όταν φούσκωναν οι κοιλιές και τα ερχόταν η δίψα, κατηφόριζαν στο ρυάκι και έπιναν αχόρταστο νερό.
 

Όλη μέρα ο γελαδάρης τους παραστέκει φροντιστής.  Ψηλότερη η μαγκούρα απ’ το μπόι του.  Κι έχει στην πλάτη κρεμασμένο τον ντορβά με το ξερόψωμο και το ξερό τυρί του.  Φροντίζει, σαν έρθει η ώρα του φαγητού - κι έχει για ρολόι του τον ήλιο - να καθίσει, να γιοματίσει με όρεξη, να πιει και νερό απ’ το πηγάδι.  Τα άχυρα που πλέουν πάνω στο νερό θα τα καθαρίσει και θα πλύνει το πρόσωπο και το λαιμό του.  Και την ώρα που τρώγει ο νους του είναι στο κοπάδι.  Και ενώ έχει την πλάτη του ακουμπισμένη στη ρίζα της ιτιάς, λαγοκοιμάται.  Τα ρουθούνια της μύτης του ανοιγοκλείνουν και το μελαμψό πρόσωπό του με τα εξογκωμένα μήλα έχει μια ελαφριά κιτρινάδα.  Τα άχυρα, που πλέανε στο νερό, τα χτυπά ο ήλιος και λαμπυρίζουνε και σβήνουνε.  Τα καλάμια σε πολλά μέρη κλείνουνε την επιφάνεια της μικρής λιμνούλας.
 

Μεσημέρι κι ο θεριστής στη βράση του.  Ο ήλιος αλύπητα πυρπολεί τα πάντα εξατμίζοντας κάθε υγρασία και κάθε δροσιά.  Από το ρέμα ανεβαίνουν μέσα στον αέρα διάφανοι υδρατμοί, σαν αιθέρια κύματα λιβανωτού.  Όλοι πάνω-κάτω οι Ξυλοπολίτες στα χωράφια για το θέρος.  Τα σπίτια  με τους πυρωμένους πέτρινους τοίχους έρημα, σαν από καιρό ακατοίκητα.  Το κάμα πνίγει και την παραμικρή ανάσα ζωής, παραλύοντας κάθε φωνή και εκδήλωση ζωντανής ύπαρξης.  Μονάχα μια θορυβώδικη ρυθμική πολυφωνία από τ’  αμέτρητα τζιτζίκια, που σκαρφαλωμένα και κρυμμένα στα κλαδιά των δένδρων ανυψώνουν έναν μονότονο και σπαρακτικό ύμνο προς τον κυρίαρχο του φωτός και της ζωής.  Το ατελείωτο τζιτζίρισμα κάνει ακόμη πιο έντονη την ερημιά και τη νέκρα και απλώνει σαν χιλιόστομη κραυγή σιωπής που χύνεται παντού.

Πολλές φορές θα προβάλλει μπροστά του το άσπρο, λευκό και στρογγυλό συννεφάκι.  Στον καταγάλανο ουρανό της Ξυλόπολης θα το βρει ολομόναχο να προχωρά γρήγορα και όλο ν’ ανεβαίνει και να ψηλώνει προς τον ουρανό.  Σε λίγο θα σηκωθεί εκείνος ο απαίσιος αέρας, θα σκορπίσει εκείνη την κίτρινη σκόνη και, όταν σταματήσει και κατακαθίσει η σκόνη, θα αρχίσει να ψιλοβρέχει.  Μια σκονισμένη γλιστερή βροχή.   Κίτρινη, θολή, σαν να είχε σουρωθεί από άχυρα, ανεβαίνει σαν αχνός στον ουρανό και πέφτει κάτω αχνιστή και βαριά.

Όσο και αν προσπαθεί να προστατευτεί η κάπα  δεν του είναι αρκετή.  Θα βραχεί, τα ρούχα του θα κολλήσουν στο κορμί του, θα γίνει μουσκίδι.

  Όλα τα ζώα του είναι γνώριμα.  Τα βόδια κι οι αγελάδες και τα δαμάλια και τα μοσχάρια και τ’ άλογα και τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τα χοντροκέφαλα.  Ξέρει τις ιδιοτροπίες τους και τις καλές συνήθειές τους.  Ξέρει τα ήμερα και τα καλοκαρδεί, τα άγρια και τα μαλώνει.  Ακούν εκείνα τη φωνή του  και τα άτακτα πειθαρχούν, ξυπνούν όσα κοιμούνται κι όσα φρόνιμα νιώθουν την προστασία του. 
 

Ξέρει την ηλικία του καθενός και ποιες αγελάδες θα γεννήσουν.  Θα πάρει τότε το νιογέννητο μοσχάρι, θα το φέρει στη νοικοκυρά και θα πάρει το φιλοδώρημά του.  Την άλλη μέρα το πρωί θα δεχθεί στην τάλβα την πουγάτσα, θα γευματίσει, θα προσφέρει και στους διαβάτες που θα βρεθούν στο δρόμο του και ένα μεγάλο κομμάτι  θα το ξανατυλίξει και κατά την επιστροφή του θα επισκεφτεί στο στάβλο τη λεχώνα και θα της το προσφέρει.

Η κοινότητα χρησιμοποιούσε μισθωμένους αγελαδάρηδες, ένα για τον πάνω μαχαλά και ένα για τον κάτω, για διάστημα όχι μεγαλύτερο του έτους.  Την ημέρα του Αγίου Δημητρίου οι αγελαδάρηδες και οι προύχοντες συναντιούνταν στην αγορά του χωριού, όπου έκαναν τις διαπραγματεύσεις.  Οι μεγαλύτεροι και πιο έμπειροι αγελαδάρηδες ήταν ευυπόληπτοι και αμείβονταν καλύτερα.  Το χωριό είχε τρεις αγελαδαριές και η κάθε μία συγκέντρωνε περίπου διακόσια ζώα.

Εκείνον τον καιρό πολλοί ήταν οι αγελαδάρηδες που πέρασαν από τον κάτω μαχαλά.  Ποιον να πρωτοαναφέρεις!  Όμως παρά το πλήθος τους, μερικοί αναβλύζουν από το πηγάδι των αναμνήσεών μου. Ο μπάρμπα Θανάσης Λιόκας, ο μπάρμπα Γιώργος ο Καλαψής, ο μπάρμπα Νίκος ο Βαρσάνης, ο μπάρμπα Νίκος ο Αλιόγκας (Σόφιν Κόλης), ο μπάρμπα Ηλίας ο Άμπλας κ.ά.
 

Εκεί στην εξοχή που ζούσε όλη μέρα ο γελαδάρης είχε μια εξοικείωση και μια σχέση μ’ όλα τα πράγματα.  Οι πέτρες και τα χορτάρια, τα δένδρα και τα ρυάκια και τα πουλιά, όλα δικά του, ζυμωμένα με την ψυχή και με τη ζωή του, μ’ έναν τρόπο ανάλαφρο κι αδιόρατο κι αγνό.  Και στις βροχές και στις μπόρες και στα χαλάζια ανέμελος.  Κι από την κούραση βαμμένος και στα λιοπύρια ξέστηθος και στους ανέμους αδιάφορος.  Όσα τραγούδια άφηνε ο άνεμος να ξεψυχήσουν στις ράχες, τα ’παιρνε εκείνος σα να’ ταν δικά του και τ’ ανάσταινε με την ίδια χαρούμενη διάθεση.  Ακουμπισμένος στη μαγκούρα του αφουγκραζόταν τον ανασασμό της γης, τον ψίθυρο των φύλλων, τ’ ανάλαφρο φλοίσβημα του ρυακιού.  Κι η σκέψη του, ακολουθώντας το νερό, χάνονταν κι έσβηνε σαν ένα φευγαλέο όνειρο.  Όσα του αποκάλυπτε η φύση την κάθε ώρα και στιγμή ήταν γι’ αυτόν οράματα που ξανάνιωναν μ’ ένα θείο κι αρμονικό χαμόγελο.  Κι η ψυχή του ήταν γεμάτη απ’ τους αντίλαλους που αφειδώλευτα σκορπούσαν τα πράγματα της φύσης εκεί στην ερημιά.  Καθώς έβοσκε το κοπάδι του σιγοβαδίζοντας, εκείνος συλλογιστά τ’ ακολουθούσε.  Νήπιος στη γλώσσα και στην ψυχή.  Απλός στους τρόπους.  Άσωτος ο σπόρος της λιτότητας μες στην ψυχή του.  Μιλούσε μονάχα όταν ήθελε ν’ αποκαλύψει τα μυστικά της τέχνης του και της ζωής του.  Όλο το είναι του συγκεντρώνονταν στα μάτια του, που με μια άγρυπνη ευαισθησία παρακολουθούσαν το ξέγνοιαστο κοπάδι.  Αυτός δέχονταν το θερμότατο φιλί του ήλιου.  Κι αυτός πάλι κατά το βράδυ το ύστερο φίλημα τ’ αποχαιρετισμού.
 

Το καλοκαίρι  ξηραίνονταν οι βρύσες και τα ρυάκια.  Ο ήλιος έπεφτε από πάνω καυτερός.  Το κοπάδι διψασμένο κατέβαινε στον ποταμό να δροσιστεί.  Τα ζώα έμπαιναν στο νερό, έπιναν και ξαπλώνονταν ύστερα στη δροσερή σκιά της λεύκας.   Αρχές καλοκαιριού, είχε τρεχάλες ο γελαδάρης.  Ο ντάβανος έχωνε το μυτερό κεντρί στο δέρμα και μες στη σάρκα του βοδιού.  Εκείνο στρίγκλιζε απ’ το φαρμακερό το κέντρισμα και έτρεχε ακράτητο σε ξένα σύνορα. 

Τις καυτερές ώρες του καλοκαιριού τα γελάδια μαζώνονταν στις σκιές μέσα στους βαθύσκιους λάκκους.  Τα βόδια αναμασούσαν την τροφή, έδιωχναν τα έντομα με τις ουρές και ανοιγόκλειναν ράθυμα τα βλέφαρά τους.  Κι οι γάιδαροι κυλιούνταν, έστεκαν ορθοί στον ήλιο, έδιωχναν τις μύγες με τα μεγάλα αυτιά και τις τριχωτές ουρές τους.  Την ώρα αυτή ο γελαδάρης ξαπόσταινε στον παχύ ίσκιο της βαλανιδιάς κι είχε καιρό να διαλέξει ένα ξύλο, το βαθούλωνε και έφτιαχνε μ’ αυτό μια ξύλινη κουτάλα.  Έτσι περνούσε ευχάριστα την ώρα του. 
 

Τον χειμώνα η εξοχή ήταν κάτασπρη απ’ τα χιόνια.  Νέκρα και παγωνιά παντού.  Τα γελάδια κλείνονταν στ’ αχούρια.  Έναν και δύο μήνες θα έμεναν φυλακισμένα εκεί.  Μούδιαζαν απ’ το στάσιμο. Έτρωγαν το άχυρο ανόρεχτα, έπιναν χωρίς πολύ κέφι το νερό.  Η ζέστα μονάχα τ’ αχουριού έκανε μαλακές τις ώρες.  Τότε ο γελαδάρης έβρισκε καιρό για να ξεκουραστεί.  Φτωχός και καταφρονεμένος απ’ τη μοίρα του.  Κάποτε η γελαδαρού θέλησε να εξυψώσει κι αυτή τον άντρα της.  Μα καθώς είναι στενόκαρδοι οι άνθρωποι την παρατήρησαν πικρά: «Βαν’ κι’ γελαδαρού τον άντρα της με τους πραματευτάδες».  Κι έμεινε παροιμία ο λόγος τους. 

Παλιά η τέχνη του γελαδάρη, όσο κι ο άνθρωπος.  Δεν βρέθηκε όμως ένας άξιος ποιητής να τους τραγουδήσει.  Να φανερώσει με την τέχνη του ένα νέο είδος ποίησης που θα στέκει ακριβό μες στη πνευματική δημιουργία των αιώνων.
 

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012


ΟΙ ΚΤΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ

Μια βόλτα στα στενά και στα δρομάκια του χωριού μας φέρνει στο παλιό χωριό με τα ερειπωμένα σπίτια και μας αποκαλύπτει την αιώνια διάθεση και τάση του ανθρώπου να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα.
 
Οι μάστορες, άνθρωποι σημαντικοί αλλά ταυτόχρονα απλοί, οι μάστορες της πέτρας στον γενέθλιό μας τόπο, είναι για μας προνομιακά προσιτοί και οικείοι. Στον μικρό τόπο της Ξυλόπολης τους συναντάς σε κάθε στροφή, στα σοκάκια, στους μαχαλάδες και είναι αυτοί απέναντί σου χειμαρρώδεις και άμεσοι.  Κι είναι τότε που δεν ασκείσαι σε αυτό που σου δίνουν απλά, παρά θες και να το μοιραστείς με άλλους και κάποιες φορές να το εκμεταλλευτείς.  Είναι ο θαυμασμός και το δέος που αισθανόμασταν ανέκαθεν γι’ αυτούς.  Άλλωστε οι μάστορες αποτελούσαν πάντα πολύ σεβάσμια και σημαίνοντα πρόσωπα στον τόπο μας.
 
Ύστερα από τυχαία περιπλάνηση, αβίαστα, ανακαλύπτουμε ανθρώπους να μας είναι τόσο οικείοι, λες και το σκηνικό επαναλαμβανότανε ξανά και ξανά. Παρόλ’ αυτά συχνά η αρχική κατεύθυνση έμοιαζε να αλλάζει, μαζί με τις παραλλαγές στο αντικείμενο του μάστορα με τον οποίο κάθε φορά ερχόμαστε σε επαφή.

Σε μια πιο μακρινή και συνολική θεώρηση της όλης πορείας, φαίνεται τελικά ότι αυτές οι μεταστροφές όριζαν κάθε φορά μόνο παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα - το πλάσιμο του υλικού σε συνδυασμό με μια ιδιαίτερη προσωπική διαδρομή του δημιουργού. Κάτι τέτοιο ορίζεται ως η κατεργασία του υλικού, που έχει αφετηρία την αναγκαιότητα, αλλά καταλήγει για το μάστορα και δημιουργό σε μια βιωματική διαδικασία και, κάποτε, σε υψηπετή τέχνη.

Τότε, τα αποθέματα της παράδοσης του τόπου καθώς και η αναλλοίωτη φύση του υλικού αποδεικνύονται στοιχεία ικανά να εμφυσήσουν τον ενθουσιασμό και την έμπνευση. Οι τεχνικές μοιάζουν να ανακαλύπτονται ξανά και επαφίενται κάθε φορά στην αντίληψη και στο ένστικτο του τεχνίτη – δημιουργού.
 

Η δημιουργία του μάστορα-κτίστη ενέχει το στοιχείο του χειρωνακτικού, σε βαθμό τέτοιο που να εξασφαλίζει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να βιώσει το υλικό με το βάρος, τη σκληρότητα, τη θερμοκρασία, την υφή, την αίσθηση που αυτό έχει.

Όσο ο τόπος μπορεί να εξηγήσει τους ανθρώπους και τα πεπραγμένα τους, παρατηρεί κανείς και χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό τα σημάδια του.  Σήμερα κατηφορίζοντας τα σοκάκια, ακόμη βλέπουμε τα πεπραγμένα των καταπληκτικών μαστόρων του χωριού μας, Γάϊρου Πέτρου, Μουρταζή Χαράλαμπου, Βαμπερτζή, Τούμπα Σταμάτη, Σαπλή Άγγελου, του Μάρη Λάζαρου κ.ά. 

Και είναι οι βράχοι αυτοί, η γη με τα υλικά της και το ξύλο, οι τόσο ιδιαίτερες και ποικίλες στην Ξυλόπολη ύλες που χρησιμοποιήθηκαν σε όλη την ιστορία της από τους καταπληκτικούς αυτούς ανθρώπους.
 

Σύμφωνα με τις διηγήσεις των μαστόρων, όλη τους η τέχνη φαίνεται να συνοψίζεται σε μία λέξη: αργά. Όσο πιο αργά δούλευαν, τόσο πιο καλοί μαστόροι ήταν. Τραγουδούσαν και σφύριζαν στο πελέκημα για να ξεχνιούνται και να μην βιάζονται. Τα αποτελέσματα της επίπονης και προσεγμένης εργασίας δικαίωναν το μάστορα, ο οποίος ήταν πρόσωπο καταξιωμένο στον κοινωνικό του περίγυρο. 

Μέσα στην καθημερινή ζωή των μαστόρων υπήρχαν και ιδιαίτερες, γι' αυτούς, στιγμές με αξία τόσο συναισθηματική όσο και υλική. Μια από αυτές ήταν και τα "μπαξίσια", τα δώρα δηλαδή με την αποπεράτωση της εργασίας. Όλοι οι μάστορες δέχονταν τα μπαξίσια και μάλιστα τα αξίωναν, όταν χρειαζόταν.


Το τελείωμα της σκεπής σήμαινε γι' αυτούς μια «μεγάλη μέρα», που τους «ανήκε», την «καρτερούσανε» και είναι τότε που άρχιζαν τα «μπαξίσια», μια τελετή, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι οι εθιμοτυπικές προσφωνήσεις. Ο δωρητής εξέθετε το δώρο ανεβαίνοντας στην κορυφή της σκεπής. Ο αρχιμάστορας το ψηλάφιζε πρώτα και ύστερα το σήκωνε στον αέρα κουνώντας το.  Συνήθως έσκυβε το κεφάλι του πίσω από το δώρο και οι κινήσεις του έμοιαζαν σαν το παιχνίδι «κρυφτό». Το υπόλοιπο σώμα λικνιζόταν και ακολουθούσε το κεφάλι του πίσω από το δώρο. Η φωνή του κορυφαίου μάστορα συνοδευόταν ρυθμικά ή φάλτσα από το πανδαιμόνιο που δημιουργούσαν οι σκεπαρνιές στη στέγη και τα μεταξύ τους μισόλογα. Πολλές φορές οι μαστόροι «ξεχνιούνταν» στο τραγούδι και τα μπαξίσια ήταν μια ατέλειωτη θεατρική παράσταση.   

Η συμβολή των Ξυλοπολιτών χτιστών στη διαμόρφωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του τόπου μας υπήρξε σημαντικότατη.  Το ύψος της κατασκευής, η στερεότητα του οικοδομήματος, η αισθητική σε συνάρτηση με τη φαντασία, απο­καλύπτουν τη μοναδική δεξιοτεχνία αυτών των μαστόρων της πέτρας. Προσπαθούσαν να συνδέουν το κτί­σμα με το ευρύτερο φυσικό περιβάλ­λον και το κάθε οικοδόμημα να έχει μο­ναδική αισθητική αξία. Τα έργα τους δεν προέρχονταν από κανένα σχεδιαστήριο, αλλά χαράζονταν επί τόπου, με μόνο μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Οι μαστόροι γνώριζαν τα δομικά υλικά της πε­ριοχής και την ιδιαιτερότητά τους. Κύρια υλικά ήταν η πέτρα και το ξύ­λο. Η πρακτι­κή και αισθητική λειτουργία των κτι­ρίων, όπως και η γενικότερη αισθητι­κή τους, φανερώνουν ένα σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, ένα δέος προς το θείο και μια αίσθηση πάνω απ' όλα της ανθρώπινης κλίμακας. 
 

Η παραδοσιακή κατοικία ανταποκρινόταν στον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Είχε διαμορφωθεί εξελικτικά στην μακραίωνη περίοδο της τουρκοκρατίας και είχε την καταγωγή της από την βυζαντινή οχυρή κατοικία. Η παλιά Ξυλόπολη έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

Στο ισόγειο τοποθετούνταν συνήθως και οι βοηθητικοί και αποθηκευτικοί χώροι, ενώ οι κύριοι χώροι υποδοχής, διαμονής, εργασίας και ύπνου τοποθετούνταν στον όροφο. Οι αυλές των σπιτιών έκλειναν προς το δρόμο με μαντρότοιχους και βαριές αυλόπορτες. Συχνά υπήρχαν μεταβατικοί ημιυπαίθριοι χώροι ανάμεσα στην κατοικία και στην αυλή, όπου στεγάζονται φούρνοι, βρύσες για πλύσιμο ρούχων κ.λ.π.

Κύρια οικοδομικά υλικά της παραδοσιακής κατοικίας ήταν το ξύλο και η πέτρα, με καθοριστικές στη σύνθεση και τη μορφή τις ξύλινες κατασκευές του ορόφου. Το ισόγειο κατασκευάζονταν από λιθοδομή επιχρισμένη, ενισχυμένη με οριζόντιες ξυλοδεσιές σε διάφορες στάθμες. Ο όροφος στηριζόταν στους πέτρινους τοίχους του ισογείου και σε συμπληρωματικά μεγάλα ξύλινα υποστυλώματα (ντερέκια). Ο σκελετός του κατασκευαζόταν από ξύλο και δημιουργούνταν από ένα πλέγμα οριζόντιων, κάθετων και διαγώνιων στοιχείων που έδεναν με το πάτωμα και τη στέγη. Τα κενά του σκελετού γεμίζονταν με πλίνθους, σπασμένα κεραμίδια και άχυρα και στη συνέχεια επιχρίονταν με ασβεστοκονίαμα (τσα­τμάς).

Ο Ξυλοπολίτης χτίστης υπήρξε όμως πάνω από όλα χτίστης από ανάγκη. Η περιοχή του χωριού μας είναι ορεινή και άγονη, με ελάχιστο καλλιεργήσιμο χώρο το χωριό χτισμένο σε απότομη βουνοπλαγιά. Όσοι δεν μπορούσαν να ζήσουν από την κτηνοτροφική και γεωργική παραγωγή, ήταν υποχρεωμένοι να ζητήσουν τους πόρους για την συντήρηση τους σε κάποια άλλη απασχόληση.

Άλλο ένα επίτευγμα των μαστόρων της Ξυλόπολης ήταν οι ξερολιθιές.  Οι περισσότεροι από μας, παιδιά της πόλης, τις αντιμετωπίζουμε ως ένα γραφικό στολίδι του χωριού μας.  Όχι αδίκως.  Η συμμετρία των πέτρινων όγκων της ξερολιθιάς είναι τόσο αρμονικά δεμένη με το περιβάλλον, που μοιάζει να είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής διεργασίας και όχι της επέμβασης του ανθρώπου.

Οι ξερολιθιές, όμως, αυτοί οι πέτρινοι τοίχοι αντιστήριξης αποτελούσαν τις  μάντρες και τους φράχτες που χώριζαν ιδιοκτησίες και ακολουθούσαν τα καλντερίμια.  Πέτρες τιθασευμένες από τον άνθρωπο, τοποθετημένες με τάξη και αρμονία η μία πάνω στην άλλη, η μία δίπλα στην άλλη, με σφήνες ή χωρίς, δεμένες μεταξύ τους με τους νόμους της ισορροπίας και της βαρύτητας, στέκουν αιώνιοι τοποτηρητές. Δημιουργούσαν ασύμμετρα γεωμετρικά σχήματα, επέβαλαν τη δική τους αρχιτεκτονική τοπίου, έστριβαν, ανηφόριζαν ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους.

Η έλλειψη συνδετικού υλικού, παράλληλα, τους έδινε τη δυνατότητα να προσαρμόζονται στην πίεση του εδάφους και του νερού, δημιουργώντας παραμορφώσεις. Σαν να είχαν ζωή, άλλαζαν σχήματα και γραμμές ανάλογα με τις συνθήκες. Ταυτόχρονα, αν για κάποιο λόγο καταστρέφονταν σε ένα σημείο, δεν έπεφταν ολόκληρες ούτε χρειάζονταν συνολική αποκατάσταση του τοιχώματος, όπως με το τσιμέντο. Ουσιαστικά μιλάμε για μικρά αρχιτεκτονικά «θαύματα», που δυστυχώς όσο περνούν τα χρόνια χάνονται.


 

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012


ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΘΗΚΕ Ο …… ΥΙΟΣ



Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΤΖΑΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ


Κατά την εποχήν του Μακεδονικού αγώνος εδώ στην Τουρκία, οι άνθρωποι στα χωριά δεν είχον στερεάν εθνικήν συνείδησιν.  Τι Έλληνες, τι Βούλγαροι, έλεγαν.  Το ίδιο πράγμα είναι αφού όλοι είμαστε χριστιανοί.  Σήμερα αν ήτο Έλλην, αύριον γινόταν Βούλγαρος.  Δίπορτο συνέχεια.  Τέτοιος ήτο ο περισσότερος κόσμος.  Και ο πατέρας του Τζάπου (δεν ήτο δυνατόν να κάμη εξαίρεσιν) ο μπάρμπα Γαβρίλης αν και ήτο λίγο φανατούτσικος Βούλγαρος, αλλά αυτό και πολύ δεν τον ζάλιζε εάν καμμιά φορά βρισκόταν στην ανάγκη να το στρίψη.

Ο γερο Γαβρίλης λοιπόν ήτο ένας φτωχός Λιγκοβανιώτης.  Είχε πάντα μεγάλες φτώχιες όπως και όλοι οι χωριανοί του.  Επάνω στις μεγάλες φτώχιες του συνέπεσε να του έρθη και ένα μεγάλο ατύχημα.  Του ψόφησε ο γάϊδαρός.  Το μόνο περιουσιακό του στοιχείο.  Αυτό του ήλθε σαν «νταμπλάς».  Καλλίτερα αστροπελέκι στο κεφάλι του παρά να ψοφήση ο γάϊδαρός του.  Το ατύχημα αυτό τον τάραξε.  Τι θα απογίνη τώρα;  Αυτός του ήταν το παν του.  Από πού θα εξοικονομούσε 50 γρόσια για να τον αντικαταστήση;  Τα χωράφια του τα είχε ξεκλαδέψει λίγο-λίγο πουλώντας τα πότε το ένα και πότε το άλλο δια να τα βολέψη.   Κότες, μοσχάρια, πρόβατα δεν είχε να πωλήση και να αντικαταστήση τον ξακουσμένο του «Αράπ», αλλά ούτε για ένα σαράβαλο.  Αντιθέτως δεν είχε πολλά παιδιά.  Το μικρότερο του ήτο ο αγαπητός Τζάπος.  Ένα μικρούτσικο εφταμηνίτικο, αδύνατο, μαυρούτσικο, σωστό αραπάκι και ηλικίας 7-8 χρόνων.

Σκέφτηκε μέρες, ξαγρύπνησε νύχτες για να λύση το πρόβλημα και βρη γρόσια για να πάρη γαϊδαρο.

Κάποια μέρα καθισμένος σε ένα προσήλιο του ζεστάθηκε το μυαλό και πετιέται σαν Αρχιμήδης φωνάζοντας «εύρηκα, εύρηκα».  Τρέχει στο σπίτι του Παπαχριστόφορου, του Έλληνα εφημέριου.  Μόλις τον είδε ο Παπαχριστόφορος στο σπίτι του του φωνάζει: «Χαίρ ολσούν βρε Γαβριήλ στο σπίτι μου.  Λέγε λοιπόν ποιος διάβολος έσπρωξεν έναν Βούλγραρο στο σπίτι ενός Έλληνος παπά»;

-   Άκουσε παπά μου.  Ξέρεις ότι είμαι σχισματικός – Βούλγαρος.  Αλλά αν μπορέσης να με βοηθήσης στο κακό που μου βρήκε, θα γίνω αμέσως Παρτριαρχικός – Έλληνας.  Ψόφησε ο γάιδαρός μου.  Δεν έχω – δεν μπορώ να αγοράσω άλλον.  Τι θα γίνη;

-   Βρε μπουνταλά γι’ αυτό σκέπτεσαι και στενοχωριέσαι;  Στο αχούρι έχω 3 γαϊδούρια.  Σου δίνω το ένα αλλά να γίνης βέρος Έλληνας.

-   Μα έγινα κιόλας, παπά μου.  Τι να κάνω να με πιστέψεις;

-   Να τι θα κάμης.  Όταν θα κάμης τον σταυρόν σου από τώρα και στο εξής θα λέγης: «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα».  Όταν βάζης τα τρία σου δάκτυλα στο μέτωπο θα λες: «Πατήρ», όταν στον ομφαλό «υιός», όταν δεξιά το «άγιον» και όταν αριστερά το «πνεύμα».  Πήγαινε τώρα στο σπίτι σου, μάσε τον ταϊφά σου και να το μάθετε.  Και όταν το συνηθίσετε έλα εδώ να σου δώσω το γαϊδούρι.

Ο Γαβρίλης γεμάτος χαρά γύρισε στο σπίτι του και όλην την νύκτα με την γυναίκα του και τα παιδάκια του γυμναζότανε να κάνουν τον σταυρόν των …. Ελληνικά.   Και αφού εβεβαιώθηκε ότι τα κατάφερνε παίρνει την άλλη μέρα τον Τζάπο από το χεράκι του και τραβά για το σπίτι του Παπαχριστόφορου.  Μόλις έφθασε άφησε τον Τζάπο κάτω στην αυλή και αυτός ανέβηκε επάνω στον παπά.

-    Κοίταξε παπά μου και αρχίζει να κάμνη τον σταυρόν του:  «Πατήρ – και άγιον – πνεύμα».

-   Βρε Γαβρίλη το ξέχασες βρέ.  Πούναι ο «υιός»;  Που τον άφησες;

-   Δεν τον ξέχασα, παπά μου, τον άφησα κάτω στην αυλή και περιμένει να κάμη καβάλα τον γάιδαρό σου.



ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 1954

(Διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του κειμένου του αποσπάσματος που  προηγήθηκε)

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

ΟΙ ΓΑΝΩΤΗΔΕΣ (ΚΑΛΑΪΤΖΗΔΕΣ) ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ


 
Ανηφορίζοντας το καλντερίμι από τον Αη Γιώργη προς την πλατεία, αντικρίζαμε στη βάση της το υπαίθριο κατάστημα του γανωτή.  Εκεί κάτω από την καρυδιά και δίπλα στο πηγάδι άπλωνε την πραμάτεια του ο Δημητρός.

Ήταν πλανόδιος και γύριζε τις γειτονιές του χωριού μ’ ένα τσουβάλι στον ώμο, κατάμαυρο από την πολλή χρήση, όπου έβαζε τα σκεύη που ήταν για γάνωμα. Τραχιά και δυνατή η φωνή του, αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων πρόλαβαν «Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωωω! Γανωωωτής». Έφερναν οι νοικοκυρές τα σκεύη τους που ήθελαν γάνωμα (τετζερέδες, τηγάνια, κουταλοπίρουνα, ταψιά, μπρίκια κ.ά.), άπλωνε ο γανωτής τα μαυρισμένα από τη μουτζούρα χέρια του και γέμιζε το τσουβάλι. Ύστερα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για την έδρα του, τη Βισσώκα.  Ξαναγύριζε μετά από μια-δυο μέρες, για να επιστρέψει τα γανωμένα σκεύη.

Αργότερα η δουλειά πολλαπλασιάστηκε, οπότε η σκιά της καρυδιάς και το διπλανό πηγάδι αποτέλεσαν το κατάστημά του.  Είχε μαζί του τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία, και εξυπηρετούσε τον κόσμο επί τόπου. Σ’ αυτή την περίπτωση μετακινούνταν με τον γάιδαρο, όπου μετέφερε τα σύνεργά του. Η πληρωμή του γινόταν σε είδος (σιτάρι, καλαμπόκι, αυγά).

Με τα χρόνια όμως ο μπάρμπα-Γιώργης Λάτκας έκτισε το δικό του μαγαζάκι στη κορυφή της λιθόστρωτης διαδρομής που οδηγούσε στο μπακάλικο του Προύτσα.   Αυτοδίδακτος δεχόταν τις τσιμπεροφορούσες γυναίκες που έφερναν τα σκεύη τους για γάνωμα.  Ο μπάρμπα-Γιώργης αναλάμβανε το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια κ.λ.π. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.  Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι – κασσίτερος). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα… Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.

Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα παλαιότερα επαγγέλματα Πολλοί  ιστορικοί το τοποθετούν στα χρόνια του Βυζαντίου. Δουλειά δύσκολη και υπεύθυνη, γιατί πολλές φορές έσωζε τους ανθρώπους και από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα σκεύη. Αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι από αυτούς, μετέδιδαν τη τέχνη τους από γενιά σε γενιά.

Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή έχει εξαφανιστεί, αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται γάνωμα (επικασσιτέρωση).

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ





Η γραφική σου αρμονία δεν μου επιτρέπει να σε ξεχάσω.  Κρυμμένη στην κάτασπρη πάχνη και απλωμένη στη δασοσκεπή πλαγιά του Βερτίσκου θα σε οραματίζομαι για πάντα χαριτωμένη, φτωχή Ξυλόπολη, σαν μια φωτεινή κουκκίδα γαλήνης.

Τόσα χρυσά δειλινά, τόσα μελιχρά  σουρουπώματα, που λαφιασμένοι κάπου περιμέναμε την επιστροφή της γελαδαριάς, πώς να τα ξεχάσω; 

Μεθυσμένος απ’ το υπερούσιο θείο όραμα της ομορφιάς να ξαπλωθώ στις όχθες του Μπογδάνα, να συγκεντρώσω τη δύναμη της ψυχής μου και τη γλυκύτερη προσπάθεια των καημών μου και μεθυσμένος απ’ το υπερούσιο θέαμα να ξεχειλίσω σε ατελείωτο ύμνο, που ενισχύει κάθε στιγμή την ιδέα του Θείου.

Σε τριγυρνούν απαλοστρωμένα βουναλάκια με το τερπνό γλυκασμό που φέρνει στην ψυχή το πράσινο της χλόης.  Εδώ που ο ανοιξιάτικος ήλιος, όταν γέρνει, αφήνει ένα σούρουπο ωχρό σαν χαριτωμένο λιγοθύμισμα κάποιας υπερκόσμιας ηδονής.

Και όταν τ’  απαλότρεμο δείλι απλώνεται σαν  χρυσά κρόσσια από μαγικό υφάδι ομορφιάς, λαγγεύει η ψυχή μου και ευφραίνεται.

Σαν προσευχή βαθιά και ονειρόπνευστη, που με πλημμυρίζει με το γλυκό όνειρο θείων στιγμών, εξατμίζεται μέσα σε μια χαρμόσυνη αποθέωση χρυσαφιού ο γαλαζωπός ατμός του δειλινού.  Ανεβαίνει απ’ το βαθυπράσινο βελούδο των λάκκων, απ’ τα ευθυτενή κορμιά των καβακιών, απ’ τα υπερήφανα κορμιά των ιτιών, απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού, απ’ το παιχνιδιάρικο φως των ακτίνων του ήλιου.

Φως, χρώμα και σκιά ενορχηστρωμένα μέσα στη λαχτάρα των ακαθόριστων πόθων θα μας έλκουν πάντα κοντά σου.

Τα μάτια μου μεθυσμένα από το χρώμα μιας υπερκόσμιας ώρας προστάζουν την ψυχή μου ν’ αφιερώσει όλες τις γλυκύτερες αναπλάσεις προς το  ασύλληπτο κάλλος.

Είναι Θείες πινελιές πού  ’ρχονται να ποτίσουν την ψυχή μου. 

Ξυλόπολη, μ’ έχεις σκλαβώσει με τη γοητεία σου, το υπερούσιο άρωμα˙ πόσο μεθυστικά ξετυλίγεσαι γύρω μου και μέσα μου!

Νομίζω πως εξαϋλώνομαι, γίνομαι σκόνη, αέρας, καταχνιά, μουντός ατμός που ανεβαίνει αργά, ανάλαφρα, σαν προσευχή προς το γαλάζιο ουρανό.