Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΟΙ ΜΠΑΚΑΛΗΔΕΣ - ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ

Το μπακάλικο το Δ. Χάντα (Διακρίνονται: Λιόκας Λ., Νώττας Ε., ΧάνταςΔ., Ασδρές Μ.)
Προχωρώντας δικαιωματικά την περιπλάνησή μου στον πολύμορφο κόσμο των επαγγελμάτων και των επαγγελματιών κάνω μια στάση σε ποιον άλλο; Παρά  στους «τα πάντα πωλούνται», δηλαδή τους παντοπώλες και τα παντοπωλεία.
Η καθημερινή λαϊκή ορολογία της εποχής ήταν βέβαια διαφορετική, «μπακάληδες» και «μπακάλικα» (από το αραβοτουρκικό bakkal).   Στην Ξυλόπολη υπήρχαν πολλά τέτοια, άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα και μερικά ενδιάμεσα.  Αυτά ήταν:  του Ι. Χάντα, του Δούνδη, του Γάϊρου, του Χατζηιωάννου, του Χ. Χάντα, του Κατάρα, του Δ. Χάντα (Προύτσα), του Χ. Χάντα, του Β. Τραγιαννίδη και της κυρά-Κατίνας.
Το μπακάλικο του Βαγγέλη (Τραγιαννίδης Ε.-Λίμος Λ.)
Ο μπακάλης ήταν «δικός μας άνθρωπος». Τον ξέραμε, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του. Μας ήξερε κι αυτός, με τις ανάγκες και τις δυνατότητές μας. Τον εμπιστευόμασταν και μας καταλάβαινε.  Άκουγε με κατανόηση το «δεν έχω τώρα, γράψ’ τα και στα δίνω αργότερα» κι είχε την υπομονή να περιμένει τα χρωστούμενα. Του λέγαμε «καλημέρα» και μας χαμογελούσε, ακόμα κι αν ήταν στενοχωρημένος.  Όχι γιατί σκεφτόταν πως «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», αλλά γιατί είμαστε γνωστοί του.  Αλλά κι όταν νευρίαζε, επειδή καθυστερούσαμε πολύ να ξεπληρώσουμε τα «βερεσέδια», φρόντιζε να μας το υπενθυμίζει χωρίς να μας προσβάλλει για την οικονομική αδυναμία μας. Το πολύ-πολύ να μας ψιθύριζε στ' αυτί πως «το τεφτέρι γέμισε και κάτι πρέπει ν' αρχίσουμε να σβήνουμε». Ήθελε το κέρδος, αλλά δεν ήταν αχόρταγος και δεν «πατούσε επί πτωμάτων». Υπήρχαν και παραδόπιστοι, βέβαια, αλλά ήταν εξαιρέσεις.
Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες, τα ζυμαρικά, τον ρουχισμό και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς.
Ο Δ. Χάντας εν δράσει.
Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό.
Σήμερα, με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ, τα μπακάλικα χάθηκαν. 
Το μπακάλικο του Βαγγέλη όπως είναι σήμερα.
       Στον μαχαλά μου μεσουρανούσε το μπακάλικο του «ΒΑΓΓΕΛΗ». και τι δεν ήταν αυτός ο Βαγγέλης.  Πίσω από το όνομα του μπακάλη κρυβόταν ο γιατρός, ο μηχανικός, ο ρήτορας, ο παιδονόμος, ο εξομολόγος και ό,τι βάλει ο νους σου. 
Τα βράδια η μυρωδιά του τυριού, της λακέρδας, της ρέγκας και του μπακαλιάρου τραβούσε σαν μαγνήτης τους ξεροσφύριδες που με συνοδεία ένα «κατοσταράκι» ούζο δίπλα στα βαρέλια του λαδιού και του φωτιστικού πετρελαίου έσβηναν τον κάματο της βασανιστικής ημέρα.  Μυρωδιές και εικόνες μια άλλης εποχής η οποία όμως έχει εκλείψει.  
Η μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού και του χύμα λαδιού ήταν διάχυτη παντού.  Τα τσουβάλια με τα όσπρια τα οποία αποτελούσαν και τα καθίσματα των θαμώνων ανέδυαν ένα πλήθος οσμών.  Το πράσινο σαπούνι για λούσιμο, για μπάνιο στη σκάφη, ROL σκόνη μικρό κουτί (για οικονομία) για πλύσιμο ρούχων σε συνδυασμό με μια πλάκα μεγάλη άσπρο σαπούνι από ποτάσα, ένα μπουκάλι χύμα λάδι και μια ρέγκα από το ξυλοκιβώτιο λίγο μεγαλούτσικη για να φτουρίσει αποτελούσαν τα συνηθισμένα ψώνια.
Πλύσιμο στη σκάφη.

       Σήμερα σιγά-σιγά κατηφορίζω το δρόμο για να φτάσω στο μπακάλικο του Βαγγέλη, κοιτώντας πότε δεξιά και πότε αριστερά τα λίγα παλιά σπίτια και προσπαθώντας να βάλω με τη φαντασία μου στη θέση τους τις εικόνες που έχω βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου.  
Μπροστά μου ξετυλίγονται αυλόπορτες που άνοιγαν ξαφνικά, γνωστά πρόσωπα που χαμογελούσαν.  Άκουγα γέλια και έβλεπα τους σεβάσμιους γέροντες με το κομπολόι στο χέρι να στρίβουν τα μουστάκια τους  στηριζόμενοι στο μπαστουνάκι.  Και μου φαίνεται πως όλα αυτά είναι ζωντανά, πως δεν έχουν χαθεί για πάντα, πως ο χρόνος δεν τα έχει σαρώσει κι ότι το άρωμα εκείνης της εποχής πλανάται γύρω μου και μου γαργαλά τα ρουθούνια.
Τόσο αληθινές μοιάζουν αυτές οι θύμησες αυτή την ώρα, τόσο γλυκιά είναι η νοσταλγία που με πλημμυρίζει, ώστε εκλιπαρώ το όραμα να μην με αφήσει. Τώρα που φτάνω μπροστά στο μπακάλικο αντικρίζω ένα ερείπιο. Τίποτε δεν είχε απομείνει από την αλλοτινή εποχή. Τίποτε που να μου θυμίζει εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες  που ήμασταν πιτσιρίκια, με τα γέλια και τα κλάματα μιας φτωχής αλλά απλόχερης ζωής. Οι άνθρωποι γκρέμισαν τα χαμόσπιτα, χάθηκε και το άρωμα του βασιλικού, οι φωνές των παιδιών, τα μαλώματα των κυράδων, τότε που άλλαζες δυο κουβέντες και μάθαινες τα νέα της γειτονιάς απέξω κι ανακατωτά.
Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος κάποτε, πριν πολλά χρόνια. Όταν τα μετρώ μου φαίνονται τόσο πολλά.  Κι όμως τα θυμάμαι όλα τόσο ξεκάθαρα, σαν να  ’ταν μόλις χθες.
Μετά το σούρουπο, όλοι οι άντρες, νέοι και γέροι της γειτονιάς ανηφόριζαν προς το μπακάλικο.  Έπαιρνε ο καθένας τη θέση του και άρχιζε η συνεδρίαση.  Στην αρχή όλοι ήταν λιγομίλητοι. μετά το δεύτερο-τρίτο ποτηράκι θαρρείς και λύνονταν η γλώσσα τους.
Πρώτος έπαιρνε το λόγο ο μπάρμπα-Αντρέας, ζωέμπορας και χασάπης που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. 
Ακολουθούσε ο μπάρμπα-Μήτσος, μάστορας, που δεν μπορούσε κανείς να τον παραβγεί στην οινοποσία ήταν και ο μόνος που έπινε χύμα ρετσίνα.  Με τη λήξη της συνεδρίασης και όταν το φεγγάρι μεσουρανούσε έπαιρνε την κατηφόρα για το σπίτι έχοντας παραμάσχαλα μια ντραμιτζάνα για συμπλήρωμα.  
Τρίτος στη σειρά κατέφθανε ο μπάρμπα-Γιώργης, άνθρωπος του μέτρου.  Το πρόσωπό του ηλιοκαμένο, μαυρισμένο από τον καυτό ήλιο, ο λαιμός του κατάλευκος γιατί τον προστάτευε κατά τη διάρκεια της μέρας μ’ ένα κατάλευκο μαντήλι.  Με τα μακριά, κατακίτρινα δάκτυλα του, άναβε τα τσιγάρα το ένα πίσω από το άλλο.  Κάθε φορά έβγαζε αργά μέσα από τη μαύρη ζώνη του τη μεταλλική ταμπακέρα, την άνοιγε, έπαιρνε το τσιγάρο με δάκτυλα που τρέμανε και το πήγαινε στα τρεμουλιαστά χείλη του, αφού προηγουμένως πετούσε την παλιά γόπα.  Τοποθετούσε προσεκτικά την ίσκα πάνω στη βαθουλωτή τσακμακόπετρα, τη χτυπούσε στην πέτρα του πεζοδρομίου, κι όταν άναβε, την έφερνε στο καινούργιο τσιγάρο, ρουφούσε βαθιά τον καπνό, κι αμέσως τον πετούσε και τον σκόρπιζε στο φως του λουξ, γαλανό, ασημένιο.  Καθόταν αναπαυτικά πάνω στο δεξί του πόδι που το είχε διπλωμένο ενώ για καρέκλα είχε το τσουβάλι με τα φασόλια κι έλαμπε σαν άγαλμα μέσα στο τρεμάμενο λιγοστό φως. 
Πότε σέρνοντας τα πόδια του πότε σκουντουφλώντας κατέφθανε και ο μπάρμπα-Νίκος, ο ασυναγώνιστος.  Σχεδόν ολημερίς καθόταν στο μικρό μπαξεδάκι, αφού το σπίτι του είχε μετατραπεί σε ιατρείο. η μπάμπω-Σόφω η γυναίκα του ήταν η μαία  και η ορθοπεδικός του μαχαλά.  Με το σούρουπο έπαιρνε την κατηφόρα για το μπακάλικο, ήταν ο καλαμπουρτζής της παρέας.  Καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα σχεδίαζε την παράσταση της Αποκριάς και κατένειμε τους ρόλους.  Σχεδόν πάντα είχε συνεργάτες τον Γούγο (Φαρούκ) και τον Κούη (Σαγκίου).
Τον θυμάμαι να φοράει ένα μακρύ πανωφόρι που έμοιαζε με σακάκι. Τα μανίκια του έφταναν σχεδόν ίσαμε τις άκρες από τα δάχτυλα των χεριών. Αυτά τα δάχτυλα ήταν βρώμικα από την απλυσιά και μελανιασμένα από το κρύο.  Ωστόσο, μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω, από τι ήταν μαύρα το πιο πολύ – από την απλυσιά ή από το κρύο.

Ο μπάρμπα-Άγγελος Κούης.

Τελευταίος κατέφθανε ο μπάρμπα-Άγγελος ο δάσκαλος.   Γερασμένος, με το μεγάλο κεφάλι, τα θολά γυαλιά, το γλυκό πρόσωπο, το ριγωτό παντελόνι, με λουστρίν παπούτσια, με την ασημένια χοντρή καδένα του ρολογιού, με το σακάκι που θύμιζε σμόκιν και το όμορφο μπαστουνάκι του. Ήταν μαλακός, γεμάτος μετριοφροσύνη. Μαλακός, με το ώριμο πρόσωπό του, τον καλό χαρακτήρα του. Αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε, με κουρασμένα μάτια καθόταν εκεί σε μια κόγχη.  Όλοι ξέρανε και βλέπανε την υπομονή του, το μαλακό χαρακτήρα του. Όλοι τον σεβόταν μικροί μεγάλοι.  Ο λόγος του ήταν ανεξάντλητος και σοφός.
Οι γέροι κάθονταν στα ξεθωριασμένα καφετιά τσουβάλια  και συζητούσαν για τα περασμένα.  Καθώς μιλούσαν, οι ιστορίες τους άρχιζαν να ξετυλίγονται, η γνωστή, συνηθισμένη λιτανεία  των απερίγραπτων τραγωδιών που έζησαν οι πατεράδες και οι παππούδες τους που είχαν πέσει θύματα της βίας των Βουλγάρων και των Τούρκων, θείοι που είχαν ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου, τα νεογέννητα του Βασιλείου Βαγγέλη που πνίγηκαν στην κολυμπήθρα, ο πρόκριτος Χαριζάνης που δηλητηρίασαν οι Βούλγαροι, οι Γιουρούκοι που σκοτώθηκαν έξω από το χωριό και τόσα άλλα.
«Για πόσα χρόνια Έλληνες και Βούλγαροι στην Ξυλόπολη ζούσαν μέσα σε διενέξεις και αλληλοσκοτωμούς».
Συναγωνίζονταν για το ποιος θα πρωτοπεί τη δική του ιστορία.
Εντελώς ξαφνικά και απρόσμενα εισέβαλε στο μπακάλικο και ο μπάρμπα-Λάζαρος μόνο για να ψωνίσει λίγο αλάτι και να φύγει στα γρήγορα ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στους θαμώνες.   Ήταν βαρύκουος και συνεσταλμένος.  Δε χαιρετούσε  κανέναν, δε μιλούσε με κανέναν, δεν ενδιαφερόταν για τίποτε. Αισθανόταν ένοχος που η φύση του στέρησε την ακοή.
Λίγο πιο κάτω από το μπακάλικο του «Βαγγέλη» στην μικρή πλατειούλα βρίσκονταν το άλλο μπακάλικο του «Κατάρα».  Δίπλα του, τα αυτοσχέδια καθίσματα του χωρατά που περίμεναν τις πελάτισσες και στην απέναντι πλευρά της πλατείας το πηγάδι, στο οποίο οι γυναίκες ανεβοκατέβαζαν τις χειροκίνητες αντλίες προκειμένου να κουβαλήσουν στο σπίτι τους νερό για το  μαγείρεμα, ενώ τα τελευταία γαϊδουράκια με βαρυφορτωμένα σαμάρια έσερναν αργά τα βήματά τους επιστρέφοντας από την κουραστική μέρα.
Ο χωρατάς.

Δεν περνούσε πολύ ώρα και οι γυναίκες της γειτονιάς  μαζεύονταν και κάθονταν στην γκριντιά που εφάπτονταν στο σπίτι του μπάρμπα-Κώστα κι έπλεκαν τις μάλλινες κάλτσες και τις φανέλες της οικογένειας ή κεντούσαν τα τραπεζομάντιλα τα σεντόνια και τα μαξιλάρια της προίκας των κοριτσιών τους, ενώ τα παιδιά τους, σαν τα μελισσόπουλα, έπαιζαν χαρούμενα και ξέγνοιαστα γύρω τους, το κρυφτό, το τσελίκι και τα άλλα παιχνίδια τους, χωρίς τον φόβο του αυτοκινήτου.
Έγινε πια παρελθόν αυτή η γοητεία της γειτονιάς.  Οι γκριντιές και τα αυτοσχέδια καθίσματα εξαφανίστηκαν. Ο νεοπλουτισμός και η συνεχής ροή των αυτοκινήτων δεν επιτρέπει πλέον αυτήν την διέξοδο των γυναικών.
Έτσι, η παλιά γειτονιά, η τόσο όμορφη, ανθρώπινη, γραφική και ρομαντική, «πνίγηκε» στον πολιτισμό κι έγινε για τους παλιότερους μια ανάμνηση, γεμάτη νοσταλγία. Εκείνη την όχι και τόσο μακρινή εποχή, κάθε γειτονιά είχε την γραφικότητά της αλλά και τις ομοιότητές της.  Όλη η γειτονιά ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια, που διακρίνονταν για την αγάπη και την αλληλεγγύη των ανθρώπων της.  Χαιρόντουσαν όλοι για κάθε ευχάριστο γεγονός και λυπόντουσαν για όποιο δυσάρεστο συνέβαινε σε κάποιο γείτονα.
Στα άδεια καλντερίμια τις μεσημεριανές ώρες υπήρχαν πεταμένες φλούδες καρπουζιού.  Στη ζέστη, οι σφήκες με τα κόκκινα και τα κίτρινα δακτυλίδια στην κοιλιά, αλλά και οι μέλισσες, ακουμπούσαν πάνω τους για μια στιγμή, πετούσαν, ξαναγυρνούσαν, ξαναπετούσαν. Λεύτερες, δίχως να φοβούνται τους περαστικούς.
Πού και πού διέσχιζε τον δρόμο τρέχοντας κανένα ξυπόλητο πιτσιρίκι.  Ξυπόλητο και μισόγυμνο.  Λιγνό, σαν ξυλένιο.  Λες ότι σε λίγο, όταν κατηφορίσει με το μπουκάλι το λάδι στο χέρι αν κάνει πως θέλει να το στηρίξει απάνω του, τα καλαμένια αυτά ποδαράκια θα κάνουν κρακ και θρυμματιστούν σα γυάλινα. Μα πάλι, τούτο το κορμάκι το τόσο μικρό και στεγνωμένο, σε λίγο θα το εμπιστευτούν να πάει με το γαϊδουράκι στο χωράφι να μεταφέρει νερό, προσανάμματα και ξύλα για το χειμώνα.  
Ακολουθώντας την μικρή κατηφόρα φτάνουμε στην μικρή πλατεία. Στη διακλάδωση που ανοίγεται μπροστά μας ακολουθούμε τη δεξιά ροή του δρόμου και περνώντας από τη γραφική πετρόκτιστη γεφυρούλα βρισκόμαστε στο φρύδι της λοφοπλαγιάς, όπου μας υποδέχεται άλλος μαχαλάς. Στο σημείο εκείνο και ακολουθώντας τη δεξιά πορεία περνάμε μια όμορφη ρεματιά που μας φέρνει  σε μια διχάλα, ακολουθώντας πάλι δεξιά πορεία οδηγούμαστε στο άλλο μπακάλικο, του «ΠΡΟΥΤΣΑ».
Οι γέροντες έξω από το μπακάλικο του Δ. Χάντα (Προύτσα).
Χτισμένο στην πλαγιά της λοφοπλαγιάς, δεσπόζει στην περιοχή του, προσφέροντας μοναδική θέα από τη θέση του προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ο Δ. Χάντας (Προύτσας) ήταν μεγαλοκαταστηματάρχης αφού οι περισσότεροι πελάτες του ήταν από τη Ράβνα, ήταν και εξαγωγέας.    Στο πίσω μέρος το καταστήματος είχε ειδικό μέρος για να σταθμεύουν τα γαϊδουράκια και να ξεκουράζονται ύστερα από το κουραστικό ταξίδι του ερχομού απ’ το  γειτονικό χωριό.   Στην άλλη μεριά του δρόμου απέναντι ακριβώς από το μπακάλικο συντηρούσε σ΄ ένα παλιόσπιτο δύο ή και τρεις κατσίκες.  Η κυρά-Βανθώ τις φρόντιζε σαν παιδιά της προσφέροντας τους πάντα φρέσκα δενδρόφυλλα.   Οι διάλογοι της με τα ζωντανά ακουγόταν ίσαμε το σπίτι μας που απείχε αρκετά.   Ο δρόμος μπροστά από το μπακάλικο ήταν σε κακό χάλι, γεμάτος λάσπη.  Η κατοικία των κατσικιών είχε ντουβάρια σκασμένα και οι σοβάδες ήταν πεσμένοι, οι στέγες γερμένες και μισογκρεμισμένες.  Στους τοίχους και κάτω από τη σκεπή οι αγριομέλισσες είχαν κάνει φωλιές.  Οι αγριοπλάτανοι που περιστοίχιζαν το όλο κτίσμα ήταν γερασμένοι.  Τα πλατιά φύλλα τους, σκονισμένα καθώς ήταν μοιάζανε με βελούδινα.  Ενώ οι λίγες αγριοδαμασκηνιές με τα άνθη τους επιβάλλονταν στο όλο τοπίο.  Εκατοντάδες μέλισσες πετούσαν όλες μαζί, ζουζούνιζαν, κάθονταν μαζεμένες πάνω στα λουλούδια. 
Ο Δ. Χάντας στην πόρτα του μπακάλικου.
  
Οι μέλισσες με τα διάφανα φτερά κάθονταν στα φλόγινα λουλούδια και μένανε ακίνητες.   Από τον έρημο δρόμο, πηγαινοέρχονταν κάπου-κάπου άνθρωποι, άλογα και γέρικα γαϊδουράκια κοιτάζοντας γύρω νοσταλγικά, μέσα στην εγκατάλειψη και την ησυχία. Ίσως και να σκέφτονταν ή και να νοσταλγούσαν κάτι που εμείς ποτέ δε θα καταλάβουμε.
Ο δρόμος μπροστά από το μπακάλικο ήταν έρημος μονάχα το μεσημέρι, ενώ τα πρωινά, τα απογεύματα και κατά τη δύση του ηλίου ζωήρευε με μεμιάς.  Στη γειτονιά υπήρχαν πολλά παιδιά τα οποία είχαν το χούι να κυνηγούν τα κοράκια.  Όλη αυτή η τσακαλοπαρέα, μέλος της οποίας ήμουν κι’ εγώ ανεβαίναμε τις νύχτες στα ντουβάρια ή σκαρφαλώναμε για να βρούμε τις φωλιές με τα νεογέννητα.  Συχνά πέφταμε από τα ντουβάρια και κτυπούσαμε χέρια, πόδια και καμιά φορά τα κεφάλι

Σήμερα, πλησιάζοντας το μπακάλικο, ξαφνιάζομαι όταν οι ακαθόριστες μορφές μορφοποιούνται ακαριαία μπροστά μου και βλέπω ολοζώντανους τους καλούς γέροντες. τον μπάρμπα-Γιώργο, τον μπάρμπα-Πασχάλη (Πάτσο), τον μπάρμπα-Πασχάλη (Τζατζιά), τον μπάρμπα-Θανάση, τον μπάρμπα-Γιάννη, τον μπάρμπα-Πέτρο και τόσες άλλες επιβλητικές παρουσίες καθισμένους στην πρόσοψη του μπακάλικου με ύφος αυστηρό, λιγομίλητους να συζητούν πως θα ξεπεράσουν την σκόπελο του χειμώνα.  Τον μπάρμπα-Πασχάλη τον Τζιτζιά βέβαια τον σκότιζε περισσότερο και ήταν μεγάλος μπελάς  εκείνο το καταραμένο πόδι του που τον κρατούσε σχεδόν καθηλωμένο και τον εξανάγκαζε να κυνηγά καβάλα στο γαϊδουράκι.
Αξύριστοι με τραχιά επιδερμίδα. Τα πρόσωπά τους ξερά, στεγνά σαν αγιασμένα. Μια φούχτα κόκαλα.  Να κάθονται άλλοι οκλαδόν στο μικρό πεζούλι και άλλοι σε κανένα τσουβάλι με όσπρια, τσιμπολογώντας καμιά ελιά ή κανένα στραγάλι να κατεβάζουν τα ουζοπότηρα, παρακολουθώντας ταυτόχρονα μέσα από σύννεφο καπνού που ανέδυε ο λουλάς τους, τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο μικρό μπακάλικο.




Διαφημήσεις εποχής.


Ο καθένας με ευλάβεια περίμενε τη σειρά του για να πάρει το λόγο.  Ιεροτελεστία.  Κατά τα μεσάνυχτα οι κουβέντες  στέρευαν. Μονάχα ο βήχας αντηχούσε και τότε έπαιρναν τα δαιδαλώδη μονοπάτια ο καθένας για το σπίτι του.
Στο εσωτερικό επικρατούσε σχεδόν σκοτάδι, το λιγοστό φως του λουξ, θαμπό γλιστρούσε μέσα απ’ τα παράθυρα.  Καθώς τα μάτια προσαρμόζονταν στο σκοτάδι, μπορούσες να διακρίνεις ένα θολωτό δωμάτιο, στους τοίχους του οποίου ήταν στοιβαγμένα  διάφορα τόπια με ύφασμα και πάνω στον πάγκο η ζυγαριά, οι σέσουλες και μικροποσότητες εμπορευμάτων.
Ανεβαίνοντας το δρόμο προς την κορυφή του λόφου φτάναμε στη διακλάδωση απ’ όπου η δεξιά στροφή μας οδηγούσε προς την πλατεία του χωριού. Στη γωνία βρισκόταν το ταχυδρομείο και απ’ έξω σταθμεύανε τα άλογα, έτοιμα να φορτώσουν την αλληλογραφία και να ξεκινήσουν το επίπονο ταξίδι για τα γύρω χωριά.  Σε πολύ μικρή απόσταση και στα δεξιά μας συναντούσαμε το Σχολείο έρημο, εγκαταλειμμένο και στα έγκατά του θαμμένη την ιστορία της Λιγκοβάνης.
Είχε δύο αίθουσες και ήταν τετρατάξιο δημοτικό.  Κατά την εποχή του αγώνα οι Έλληνες κράτησαν τη μία αίθουσα και οι Βούλγαροι την άλλη. Στην νότια πλευρά και κάτω από την στέγη βρισκόταν εντοιχισμένη πλάκα με ανάγλυφο σταυρό που πάνω δεξιά του έφερε την χρονολογία 1874.
Προχωρώντας στο άτσαλο καλντερίμι φτάναμε στην βορινή είσοδο της πλατείας. Στο μικρό οροπέδιο που σχημάτιζε συναντούσαμε πρώτο και στα δεξιά μας το μπακάλικο του μπάρμπα-Πέτρου, στενόμακρο και ημισκότεινο.  Δεν έβλεπε ούτε άκουγε καλά και όταν καταλάβαινε ότι πλησιάζαμε κραύγαζε για να μας φοβίσει, η δε συνηθισμένη του έκφραση ήταν «φύγετε γιατί θα σας κόψω το λιλί», ενώ ταυτόχρονα μας επιδείκνυε ένα μαχαίρι. 
Σε δεσπόζουσα θέση στην αριστερή πλευρά του δρόμου και με πρόσοψη στην πλατεία, ήταν κτισμένο το «Βακούφκου», μεγαλόπρεπο κτίριο, το οποίο στέγαζε το μπακάλικο του μπάρμπα-Γιώργη, το γραφείο της εκκλησίας και τον συνεταιρισμό. 
Εδώ στην πλατεία περιπλανιόμασταν μικρά μέσα στα σκοτάδια, αλλά και στα γύρω στενά και σκοτεινά δρομάκια, περιμένοντας να αραδιάσουν οι μπακάληδες τα άδεια καφάσια από τα σταφύλια και εμείς τα μικρά να μαλώνουμε ποιος θα πρωτοαρπάξει τις πληγωμένες αλλά και σάπιες ρόγες που είχαν απομείνει.
 Στην άλλη πλευρά της πλατείας στην αρχή του δρόμου που οδηγούσε προς τον Άη-Γιώργη βρισκόταν κατά σειρά τα άλλα δύο μπακάλικα, του μπάρμπα-Θανάση και του μπάρμπα-Γιάννη.
Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν μετρίου αναστήματος, με μαύρα μαλλιά, σχεδόν αδύνατος μεσήλικας. Ήτανε μελαγχολικός, τις περισσότερες φορές θλιμμένος και φαινότανε πικραμένος και λυπημένος για κάτι, μα με πολύ αποφασιστικό ύφος. 
Αντιθέτως ο μπάρμπα-Θανάσης, ο θείος μου, αεικίνητος δεν μπορούσε να μείνει στην καρέκλα του. Ολοένα σηκωνόταν, καθόταν, πήγαινε από τη μια άκρη το πάγκου στην άλλη, στύλωνε τα μάτια του στο άπλωμα της πλατείας και κατόπιν γύριζε βαριεστημένος στη θέση του.
Τα παντοπωλεία βρίσκονταν σε κομβικά σημεία του χωριού, ώστε να είναι προσβάσιμα για τους καταναλωτές. Για την προσέλκυση πελατών, έβαζαν έξω από το μαγαζί τους διάφορα προϊόντα που λειτουργούσαν ως «κράχτες», ενώ η διαφήμιση γινόταν «από στόμα σε στόμα».
Η όμορφη πλακόστρωτη πλατεία με τα μπακάλικα, τα καφενεδάκια, τον αστυνομικό σταθμό, το ειρηνοδικείο, δέναν αρμονικά στο κέντρο του χωριού.
Πετρώδης και άνυδρος μα με ξεχωριστή ομορφιά τούτος ο τόπος.  Δύσκολη η ζωή σε προηγούμενες εποχές που ήταν εξαρτημένη από τη σοδειά του σιταριού, του καλαμποκιού και του καπνού.  Αποστάγματα πολύτιμα αυτού του τόπου τα αρτυμένα από τον καθάριο αέρα του Βερτίσκου και του ιδρώτα των ανθρώπων του, προϊόντα όπως το γάλα και το μέλι.  Γέννημα και θρέμμα της άνυδρης γης το πλιγούρι και το ψωμί.
Οι άνθρωποι του τόπου με τα ρόδινα μάγουλα και τις ξερακιανές μορφές θραφήκανε και επιβιώσανε μέσα σε δύσκολους καιρούς.
Λένε πως ο άνυδρος τόπος έχει πιο έντονη ζωή, η ομορφιά του είναι πιο λιτή, πιο προσιτή για να νοιώσεις ευχάριστες στιγμές και για να ανακαλύψεις, για λίγο έστω, τη χαμένη ευτυχία.