Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

ΣΠΟΡΑ - ΘΕΡΙΣΜΟΣ - ΑΛΩΝΙΣΜΟΣ


Εκείνα τα  ωραία, ανέφελα απογεύματα, στα μέσα του Οκτωβρίου περίπου, οι κάτοικοι ετοίμαζαν τα αλέτρια.  Αν και οι βελανιδιές είχαν ακόμα φύλλα και ο ήλιος ήταν ζεστός, υπήρχε μια αίσθηση αυξανόμενης ερήμωσης στα χωράφια.  Τα λουλούδια είχαν αραιώσει. 
Εδώ κι εκεί ξεχώριζαν στο χορτάρι κίτρινα πεντάφυλλα, μερικές καμπανούλες ή λίγα ίχνη μοβ λουλουδιών σε μια καφετιά απόχρωση.    Αλλά τα περισσότερα φυτά που έβλεπε κανείς ακόμα ήταν μισομαραμένα.  Στις παρυφές του Τσούγλας και της Κιάντας ένα στρώμα άγριας αγράμπελης έδινε την εντύπωση καπνού, καθώς τα άνθη της με τη γλυκιά μυρωδιά είχαν μαραθεί.  Το τραγούδι των εντόμων ακουγόταν σπανιότερα και με διακοπές.  Μεγάλες εκτάσεις με χορτάρι, που το καλοκαίρι σχημάτιζαν ζούγκλα, είχαν σχεδόν ερημώσει από τα ζωύφια. και από τις μυριάδες που κατέκλυζαν τον Αύγουστο τους αγρούς, απέμεναν πια εδώ κι εκεί κάποιο βιαστικό σκαθάρι ή καμιά αργοπορημένη αράχνη.  Τα κουνούπια χόρευαν ακόμη στην ηλιόλουστη ατμόσφαιρα, αλλά τα πετροχελίδονα, που άλλοτε ορμούσαν να τα καταπιούν, είχαν φύγει τώρα και αντί για τις τσιριχτές κραυγές τους στον ουρανό, ηχούσε το τιτίβισμα ενός κοκκινολαίμη από την κορυφή μιας κουφοξυλιάς. 
Τα χωράφια στο Βάκσοϊ Μπαζαλούκ, στη Γιάμα, στη Ντραμάϊντσα, στου Καρίς Κορί και αλλού είχαν όλα ξεχερσωθεί.  Μερικά είχαν ήδη οργωθεί και οι άκρες των αυλακιών που είχαν σχηματιστεί φαίνονταν από την κορυφογραμμή ν’ αντανακλούν θαμπά το φως του ήλιου.  Ο ουρανός ήταν ανέφελος, με μια διαύγεια σαν αυτή του νερού.  Τον Ιούλιο η γαλήνια γαλάζια έκταση του ουρανού, πηχτή σαν κρέμα, φαινόταν πολύ κοντά στις κορυφές των πράσινων δέντρων, αλλά τώρα έμοιαζε να βρίσκεται πιο ψηλά και να είναι πιο αραιή. 
Ο ήλιος γλιστρούσε γρηγορότερα στη δύση και μόλις έφτανε εκεί, προμήνυε ένα στρώμα πάχνης, που θα έφτανε αργή και νυσταγμένη, κάτασπρη σε αντίθεση με τα άνθη της αγριοτριανταφυλλιάς. Καθώς ο νότιος άνεμος δυνάμωνε, τα κίτρινα φύλλα των βελανιδιών έβγαζαν έναν εύθραυστο ήχο, πιο τραχύ από το θρόισμα που έκαναν νωρίτερα το καλοκαίρι.
Ήταν μια εποχή ήσυχης αναχώρησης για όλους όσοι δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν το χειμώνα.  Οι γεωργοί με το αλέτρι και οπλισμένοι με υπομονή όργωναν την άγονη γη για να τους δώσει λιγοστό σιτάρι, κριθάρι ή βρώμη.
Το όργωμα των χωραφιών είναι σήμερα πολύ εύκολο έργο, εξαιτίας της ύπαρξης πλήθους τρακτέρ.
Πριν από 50 όμως χρόνια τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Κάθε χρόνο η Ξυλόπολη συντηρούσε εκατοντάδες βόδια και υποζύγια μα κανένα τρακτέρ ούτε καν σκαπτικό μηχάνημα.
Προκειμένου να ετοιμαστεί το χωράφι για τη σπορά χρειαζόταν πολλές εργατώρες. Ο ζευγάς ξυπνούσε την άγρια νύκτα για να ζευγαροταΐσει 2-3 φορές τα ζώα του, ώστε να είναι σε θέση να φέρουν εις πέρας το δύσκολο έργο του οργώματος της σκληρής Ξυλοπολίτικης γης.
Η γυναίκα του ζευγά προετοίμαζε στις ίδιες σκληρές ώρες, το φαγητό της οικογένειας. Δεν έπρεπε να βρει ο ήλιος στο κρεβάτι τους τους ζευγάδες.
Ο αεικίνητος παππούς μου ερχόταν στο σπίτι μας για να σημάνει εγερτήριο και φώναζε από μακριά. Η ώρα ήταν συνήθως 4 το πρωί!
Όσοι γεωργοί δεν διέθεταν δικό τους ζευγάρι «συζεύανε» με κάποιον που ταιριάζανε τα χνώτα τους και είχε την ίδια με αυτούς περιουσία.
Αφού φορτώνανε τα ζυγάλετρα στο γάϊδαρο τους, παραλάμβαναν τις αγελάδες και τα βόδια και ξεκινούσαν για το χωράφι.
Πρώτη δουλειά του ζευγολάτη ήταν να ζέψει τα βόδια του στο ζυγό. Ο ζυγός ήταν μια κατασκευή από δυο ξύλα τα οποία εφάρμοζαν στον λαιμό των ζώων. Το πάνω ξύλο ήταν οριζόντιο και το κάτω με δυο καμπύλες ώστε εφαρμόζουν. Δεξιά και αριστερά από τον λαιμό κάθε ζώου ήταν σφηνωμένες δυο βέργες, οι ζεύλες, οι οποίες ήταν δεμένες στο κάτω μέρος με σχοινί για να κρατάει τα ζώα στο ζυγό. Με το ένα χέρι ο ζευγολάτης κρατούσε τα γκέμια και με το άλλο το αλέτρι. Το ξύλινο αλέτρι αποτελούνταν από πολλά κομμάτια που το καθένα είχε το όνομά του. Το κάτω χοντρό ξύλο συνήθως λεγόταν «κουντούρι». Μπροστά του στηρίζονταν το «υνί».  Πίσω από το «υνί» ήταν το «παράβολο» για να στρώνει το χώμα και στη μέση ήταν η «σπάθα».  Πιο πίσω, προς το τέλος ήταν το «σταβάρι», μακρύ καμπυλωτό ξύλο που περνούσε απ' τη «σπάθα», η οποία μπορούσε ν’ ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο «κουντούρι» με «σφήνα».  Το πίσω μέρος ήταν η «κοντονουρά»  (η χειρολαβή).
Με την εξάρτηση του αλετριού από το ζυγό τελείωνε το ζέψιμο, οπότε μπορούσε να αρχίσει το όργωμα με το αλέτρι, που το έσερναν τα ζευτικά κατευθυνόμενα με το ζεύτη από το ζευγά.
Όργωμα
Κατόπιν ο γεωργός σκορπούσε τον σπόρο.  Ο σπόρος ήταν μέσα στην σποροποδιά και ο γεωργός πέταγε τον σπόρο με το χέρι δεξιά-αριστερά.  Μετά άρχιζε το όργωμα για να καλυφθεί ο σπόρος.  Πέταγε σπόρο όσο έφτανε το χέρι του και αυτό λεγόταν μια σποριά.  Όργωνε αυτό και στη συνέχεια ξανάσπερνε, από φόβο μήπως πιάσει κακοκαιρία, αναγκαστεί να τα παρατήσει και ο σπόρος μείνει εκτεθειμένος στα πουλιά. Το όργωμα γινόταν σε ευθεία γραμμή κάνοντας όλο το μήκος του χωραφιού και μόλις έφταναν στην άκρη γύριζαν τα ζωντανά παράλληλα και στην αντίθετη κατεύθυνση. Εκεί ο γεωργός έπαιρνε μια ανάσα, καθάριζε με το ξύστρο το αλέτρι αλλά και τα τσαρούχια του από τις λάσπες. Η γυναίκα ακολουθούσε και με την τσάπα έσπαζε τα σβόλια και ισωμάτιζε τα αυλάκια καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο καλύτερα τον σπόρο. Η εργασία αυτή λεγόταν σκάλος (σκάλισμα).  Η σπορά κρατούσε από έναν έως και δυο μήνες.
Τα παραγγέλματα προς τα ζώα ήταν ζωηρά.  Παραγγέλματα που όλα σχεδόν έρχονταν από τα βάθη της ελληνικής αρχαιότητας. Μερικοί γεωργοί ήταν τόσο θορυβώδεις που ακουγόταν μέχρι το χωριό.   Άλλοι βλασφημούσαν ή έβριζαν τα ζώα τους ακατάπαυστα. Τον μπάρμπα-Γιάννη ήταν απόλαυση να τον ακούει κανείς από κάπου να μαζεύει με την τραγουδιστή μακρόσυρτη προφορά του το καχεκτικό γαϊδουράκι που αρνούνταν επίμονα να μπει στο ζυγό.
Οι φωνές του πάντα συνοδεύονταν με ραβδισμούς αφού ο γάϊδαρος είχε μυριστεί το μαρτύριό του. 
Όλη η ύπαιθρος ήταν μια φωνή κι όλο ζωή. Οι φωνές των ζευγάδων ενώνονταν με τα γκαρίσματα των υποζυγίων τους, τα μουγκρητά των βοδιών και τα βελάσματα των αρνιών συνθέτοντας τη βουκολική ραψωδία.  Σήμερα ακούγονται μόνο οι εξατμίσεις των τρακτέρ να παίζουν το μονότονο σκοπό τους. 
Το μεσημέρι σταματούσαν λίγο το όργωμα για να φάνε τα ζώα λίγα χόρτα και οι ίδιοι το φαγητό που είχαν μέσα στον τορβά. Συνήθως φώναζαν και τον γείτονα να κοπιάσει για να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες κατά τη διάρκεια του γεύματος.
Το όργωμα ήταν ακόμη πιο δύσκολο όταν προσπαθούσαν να σπείρουν σιτάρι, στα γεμάτα με πέτρες χωράφια.
Τα χωράφια όμως αυτά τους αποζημίωναν με το εξαιρετικής ποιότητας σιτάρι που απέδιδαν, άσπρο και κατάλληλο για να κάνουν τα κόλλυβα.
Τα επόμενα χρόνια η νέα τεχνολογία επέβαλε την μετεξέλιξη του αρότρου σε σιδερένιο, κάτι που άλλαξε τελείως τον τρόπο οργώματος.
Το βαρύ σιδερένιο αλέτρι έμπαινε πιο βαθιά στη γη μόνο του και δεν απαιτούσε την μεγάλη δύναμη των βοδιών για να το σύρουν τα οποία αντικαταστάθηκαν από πιο ευκολοσυντήρητα υποζύγια, άλογα και μουλάρια.  Πρώτη δουλειά του γεωργού ήταν να βάλει στο άλογο την λαιμαριά, ένα δερμάτινο κολάρο γεμισμένο με μαλλί.
Εξωτερικά ήταν ραμμένες δυο μεταλλικοί ράβδοι και στην μέση ένας κρίκος. Στον κρίκο έμπαινε ένας γάντζος με δυο αλυσίδες, το τραφτό, οι οποίες κατέληγαν στο ξύλο που ήταν στο αλέτρι ή στη σβάρνα.
Σήμερα βέβαια αρκετά από τα σιτοχώραφα έχουν εγκαταλειφτεί και είναι γεμάτα με άγριους θάμνους.
Τα τρακτέρ επιτελούν σε λίγο χρόνο πολλαπλάσιο έργο από εκείνο που κάποτε επιτελούσαν εκατοντάδες ζευγάρια βοδιών σε πολλές ημέρες.  Γι΄ αυτό δεν υπάρχει πια, έστω για δείγμα, ούτε μια αγελάδα σε όλη την Ξυλόπολη.
Ο θερισμός
Ο θερισμός - αλωνισμός του σιταριού ήταν μια επίπονη διαδικασία, που διαρκούσε από τα μέσα Ιουνίου έως και τον Δεκαπενταύγουστο περίπου.  
Για τον λόγο αυτό οι μήνες Ιούνιος και Ιούλιος ονομάστηκαν «Θεριστής» και «Αλωνάρης» αντίστοιχα. 
Συμμετείχαν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας, από τα παιδιά δώδεκα - δεκατριών ετών μέχρι και τους γέροντες εξηνταπέντε ετών. Και ήταν μεγάλες και πολυπληθείς οι οικογένειες εκείνη την εποχή, αφού ζούσαν μαζί οι γονείς, τα αδέλφια τους, οι γιοι με τις συζύγους τους (νύφες) και πολλά παιδιά.
Εξασφάλιζαν το ψωμί του σπιτιού για όλο το χρόνο.  Κοπιαστική δουλειά, η οποία γινόταν όλη την ημέρα και κάποιες φορές και νύχτα, αν είχε φεγγάρι.  Λαγοκοιμόντουσαν ίσα για να ξεκουραστούν.
Έτρωγαν το γάλα από την γίδα που είχαν δέσει στο χωράφι, ελιές, ψωμί, τυρί, κρεμμύδια, παστές λιπαριές και κάποιες λίγες φορές η γυναίκα πήγαινε σπίτι και έφτιαχνε φαΐ, μαζί με κάποιες άλλες δουλειές που είχαν μείνει πίσω.
Συνήθως έμενε πίσω η ηλικιωμένη μάνα ή κάποια άλλη γυναίκα για τις δουλειές του σπιτιού (ζύμωμα, μαγείρεμα, πλύσιμο) και για να προσέχει τα μικρότερα παιδιά.
Το ψωμί το μετέφεραν με την ντισάκια τυλιγμένο στην τάλβα για καλύτερη προστασία, το φαί με το ζάστρουκ.  Νερό στο χωράφι μετέφεραν με την μπούκλα.  Το χωράφι το θέριζαν τμηματικά, όλοι μαζί στη σειρά.
Τα εργαλεία του θερισμού
Μεγάλο φόβο οι θεριστάδες είχαν για τα φίδια που μπορεί να κρύβονταν στο σπαρτό μιας και είναι η εποχή τους. Συνήθως θέριζαν οι γυναίκες, ενώ οι άνδρες αναλάμβαναν το δέσιμο των δεματιών και το κουβάλημά τους στα αλώνια.
Οι γυναίκες ιδιαίτερα, που ήταν ντυμένες βαριά - με την πλήρη ενδυμασία - υπέφεραν περισσότερο.  «Σιγόβραζαν» κατάματα στον ήλιο. Για να προστατευθούν, φορούσαν άσπρο μαντήλι.
Φορούσαν επίσης χοντρές μάλλινες κάλτσες μέχρι τα γόνατα, για να προφυλάσσονται από τα «τσιμπήματα» και τις μικρές πληγές, που προκαλούσαν οι καλαμιές, αλλά και τα αγκάθια με τους βάτους, που ήταν διάσπαρτα στο χωράφι. Για παπούτσια είχαν τα γουρουνοτσάρουχα.
Η κούραση όμως και η ταλαιπωρία δεν έκαναν τους Ξυλοπολίτες να χάσουν το κέφι τους. Έλεγαν διάφορα αυτοσχέδια τραγούδια σχετικά με τον θερισμό.
Μικρή μονάδα μέτρησης του θεριστή ήταν η «χεριά», δηλαδή όσα στάχυα χώραγαν μέσα σε μια χούφτα.  Περίπου δεκαοκτώ χεριές έκαναν ένα δεμάτι. 
Για το δέσιμο του δεματιού χρησιμοποιούσαν τη  σίκαλη της οποίας η καλαμιά είναι μακριά και ανθεκτική, την μούσκευαν, την πατούσαν για να μαλακώσει, την έστριβαν και ήταν έτοιμη για δέσιμο.
Αυτή η δουλειά ήταν των ανδρών, που στη συνέχεια τοποθετούσαν τα δεμάτια ανά τρία φτιάχνοντας τις «τριαριές», τις οποίες πάλι τις έβαζαν σε τάξη, στοιχισμένες η μια πίσω από την άλλη και σε παράλληλες σειρές.
Τα δεμάτια τα φόρτωναν στα ζώα, τα πήγαιναν στα αλώνια, όπου και έκαναν θημωνιές. Ο κάθε ένας είχε το δικό του αλώνι, «τα αλώνια μας», όπως τα έλεγαν.
Τα αλώνια
Ο θερισμός διαρκούσε ένα μήνα περίπου, μέχρι τα μέσα Ιουλίου.
Οι Ξυλοπολίτες μόλις τελείωναν τον θερισμό, άφηναν πάντα ένα μικρό μέρος του χωραφιού αθέριστο.  Ήταν μαγιά, όπως έλεγαν, για τη σοδειά της επόμενης χρονιάς. Στο τέλος μάλιστα οι θεριστάδες πετούσαv μπροστά το δρεπάνι τους.  Αν τύχαινε να πέσει κάτω με τη "μύτη" και να καρφωθεί στη γη, το θεωρούσαν καλό σημάδι: το χωράφι και του χρόνου θα απέδιδε πλούσια σοδειά.
Αφού τελείωνε και η τελευταία φαμελιά τον θερισμό, άρχιζαν όλοι να κουβαλούν τα δεμάτια στα αλώνια σε κοντινή απόσταση από το χωριό.
Το κουβάλημα γινόταν συνήθως με τα γαϊδουράκια και με τα λίγα άλογα που υπήρχαν στο χωριό.   Το αλώνι θεωρούνταν αυστηρά ιδιωτικός χώρος και δεν μπορούσε κάποιος να μετακινήσει τη θέση του επιλέγοντας άλλη τοποθεσία, όπου βρισκόταν ενδεχομένως τα αλώνια των συγχωριανών του. Υπήρχε ένας άγραφος κώδικας τιμής, που τηρούνταν απαρέγκλιτα κάθε χρόνο.
Ο αλωνισμός βαστούσε άλλον έναν μήνα. Για να αντιμετωπίσουν πάλι τη ζέστη έφτιαχναν τα αλώνια κοντά στους αχυρώνες ή κατασκεύαζαν αυτοσχέδια τσαρδάκια, που τα σκέπαζαν με αγριόχορτα, δίπλα στα αλώνια.
Με την ολοκλήρωση του κουβαλήματος οι άνδρες άρχιζαν να φτιάχνουν τις θημωνιές. Έβαζαν στην αρχή τα δεμάτια το ένα δίπλα στο άλλο και σε κυκλικό σχήμα. Τα στάχυα «έβλεπαν» προς το εσωτερικό του σχηματιζόμενου κύκλου και τα κοτσάνια τους έβγαιναν προς τα έξω. «Έκτιζαν» τη θημωνιά σιγά-σιγά στο ύψος που ήθελαν, συσσωρεύοντας τα δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο. Η κορυφή της θημωνιάς έμοιαζε με κώνο κι ήταν φτιαγμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όταν βρέχει να μη μουσκεύουν τα στάχυα και να διατηρούνται στεγνά.
Στο τέλος έβαζαν μέσα στη θημωνιά ένα κομμάτι σίδερο, για να διώχνει τα κακά πνεύματα και να προστατεύει το σιτάρι από το «μάτιασμα».
Το αλώνι ήταν ολοστρόγγυλο, μεγαλοδιάμετρο, πλυμένο το χώμα και αλειμμένο με αγελαδοβουνιά λειωμένη να μην ξερνάει χώμα κι ανακατεύεται με τον καρπό.
Τα δεμάτια μεταφέρονταν στο αλώνι (ή άλως ή η αλωή, Ιλιάδα Ε 499), ενώ ο Ησίοδος συμβουλεύει το αλώνισμα «να γίνεται σε αλώνι ολοστρόγγυλο, όπου φυσά καλό αεράκι».
Μα το αλώνι δεν ήταν ένας σκέτος γύρος από χώμα καλά ξυσμένος ή ένα ξέφωτο στρογγυλό, παρά είχε τη δική του μαστοριά.
Το έκτιζαν κοντά στους αχυρώνες ή ξέφωτα και το έζωναν με ξερολιθιά στα τόξα του για να στερεώσουν τα χώματα και να μην κατρακυλάνε μέσα στο αλωστήρι.
Βέβαια στην Ξυλόπολή μας υπήρχαν αλώνια περίτεχνα, ολοστρόγγυλα και γυρισμένα με γείσο υπερυψωμένο..
Η γερή και καλοφτιαγμένη γυριστή λιθοδομή το κρατούσε και το όριζε.
Στο κέντρο του αλωνιού έμπηγαν ένα κάθετο πάσσαλο σε μια τρύπα που την είχαν περιχτίσει με πέτρες για να στερεώνεται καλύτερα.
Στο παλούκι έδεναν το μακρύ σκοινί το οποίο κατέληγε στο ζευγάρωμα των ζώων εκείνων που θα αλώνιζαν με ασταμάτητους κύκλους πάνω στα απλωμένα στάχυα.
Τα δεμάτια τοποθετούνταν από τους αλωνιστές, τους «επαλώστας», γύρω από το στύλο, ως την άκρη του αλωνιού κυκλικά, ενώ ένα σχοινί με μήκος περίπου όσο η ακτίνα του αλωνιού, στερεωνόταν με τη μια άκρη του στον στύλο και με την άλλη δενόταν στο περιλαίμιο, που συνήθως το φορούσαν τα ζώα (βόδια ή άλογα). Στη συνέχεια έλυναν τα δεμάτια μέσα στο αλώνι και άπλωναν τα στάχυα, ώσπου να γιομίσει σε πάχος μισού περίπου μέτρου.  
Κατόπιν έβαζαν τα ζώα να πατήσουν τα σκόρπια στάχυα, ώστε να "στρώσουν" και να γίνουν ένα ομαλό στρώμα. Έπειτα έζευαν το ζευγάρι στη δοκάνη, την οποία έσερναν τα ζώα πίσω τους, καθώς γύριζαν συνεχώς κυκλικά στο αλώνι. Ένας άνδρας ανεβασμένος στη δοκάνη καθοδηγούσε την πορεία των ζώων κρατώντας τα λουριά.   Τα ζώα παροτρύνονταν από τον αλωνιστή (αλοητήν η αλωέα) να περπατούν γύρω-γύρω στο αλώνι πάνω στα στοιβαγμένα στάχυα, αποσπώντας με το βάρος τους τον καρπό των δημητριακών. Η δοκάνη αποτελούνταν από δύο πλάκες ξύλου παραλληλόγραμμες και ενωμένες μεταξύ τους.  Το εμβαδόν της συνολικά ήταν δύο-τρία τετραγωνικά μέτρα.
Αλωνισμός
Στην κάτω πλευρά της υπήρχαν προσαρμοσμένες κοφτερές πέτρες που έκοβαν τα στάχυα όταν σέρνονταν η δοκάνη.  Όταν το στρώμα με τα στάχυα γινόταν κάπως χαμηλό, ανέβαιναν πάνω στη δοκάνη ένα τσούρμο παιδιά, για να γίνει βαρύτερη και να κόβει καλύτερα τα στάχυα.
Ο αλωνισμός του κάθε στρώματος κρατούσε μια ολόκληρη μέρα - εννιά το πρωί μέχρι τις εφτά το βράδυ - ή και παραπάνω, ανάλογα με την ποικιλία του σιταριού. Όταν οι σπόροι είχαν ελευθερωθεί πλέον από τα στάχυα, οι Ξυλοπολίτες συγκέντρωναν το στρώμα του αλωνιού σε μακρόστενο σωρό με κατεύθυνση Ανατολή - Δύση.
Το λίκνισμα
Περίμεναν να φυσήξει λίγο βοριαδάκι για να αρχίσουν το λίχνισμα, να ξεχωρίσουν δηλαδή τον καρπό του σιταριού από τα άχυρα. Αυτό γινόταν νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, όταν φυσούσε.  Τρία - τέσσερα άτομα, το ένα δίπλα στο άλλο, στέκονταν μπροστά και σήκωναν το στρώμα δύο μέτρα ψηλά.
Το λίχνισμα κρατούσε τρεις ώρες περίπου. Συνήθως δεν επιτυγχάνονταν ο απόλυτος διαχωρισμός των σπόρων από το άχυρο κι έτσι χρησιμοποιούσαν το ντραμόνι (μεγάλο κόσκινο), για να καθαρίσουν το σιτάρι. 
                                        Το ντραμόνι                                                 Το ντραμόνιασμα
Μετά το ντραμόνιασμα έβαζαν το καθαρό σιτάρι πλέον μέσα σε τσουβάλια, αφού μετρούσαν την ποσότητά του.
Κουβαλούσαν τα τσουβάλια με τα λίγα κάρα ή τα ζώα στα σπίτια, όπου και τα άδειαζαν στα αμπάρια (πρέσκες), που είχαν στο "τρανό" (μεγάλο δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού).
Τελευταία δουλειά ήταν, όταν ο αχυρώνας ήταν μακρυά, να μαζέψουν τα άχυρα από το αλώνι, να τα φορτώσουν στα κάρα, ή σε τσουβάλι ή στα κοφίνια και να τα μεταφέρουν στον αχυρώνα.
Έκαναν πιο ψηλά τα τοιχώματα του κάρου βάζοντας λαμαρίνες ή τσίγκους και έφραζαν τις ανοιχτές πλευρές μπρος-πίσω, με αυτοσχέδιες πόρτες ή κουβέρτες.
Αργότερα ήρθαν οι πατόζες και οι Ξυλοπολίτες απαλλάχθηκαν από την δουλειά του αλωνίσματος.  Ξεχασμένες «πατόζες»….. Τις βλέπουμε αραγμένες μόνο σε κανένα λαογραφικό μουσείο, κουρασμένες πια από τα χρόνια και την πολλή δουλειά.
Πατόζα
Τις θυμάστε; Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που χρησιμοποιούνταν, κυρίως για το αλώνισμα του σιταριού, στο χωριό μας. Γνώρισαν μεγάλη ακμή στις δεκαετίες του 60 και 70. Οι κάτοικοι του χωριού μου μετά το θέρο των χωραφιών μάζευαν τα δεμάτια με τα γεννήματά τους στα Παντίστσια, στο Ντουσένουιτς και στη Μπάρα, τοποθεσίες που ήταν κατά κάποιο τρόπο βατές στις μηχανές, και τα έκαναν θημωνιές. Περίμεναν μετά να ρθει η «πατόζα» για να τ’ αλωνίσει.  Εκείνο που απέμενε, μετά το αλώνισμα, ήταν η χαρά των πατεράδων μας που εξαργύρωναν τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς για το «έρμο το ψωμί» και οι μικροί λόφοι με το άχυρο, που μέχρι να συλλεχθεί αποτελούσε ιδανικό τόπο παιγνιδιού για μας που είμαστε τότε παιδιά.
Πατόζες
Τα άχυρα της πατόζας ήταν λεπτότερα. τα δεματοποιούσαν οι πρέσες και ήταν ευκολότερα στη μεταφορά τους.
Γύρω στον Δεκαπενταύγουστο, οι Ξυλοπολίτες ολοκλήρωναν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού-αλωνισμού. Βέβαια, οι δουλειές του καλοκαιριού δεν σταματούσαν εκεί.
Με το αλώνισμα ολοκληρωνόταν ο τελετουργικός τρόπος στο όλο δρώμενο σποράς - θέρους - αλωνισμού. Μια δουλειά γεμάτη κόπο, τέχνη μεράκι και «μαστοριά».
Η ταλαιπωρία τους συνεχιζόταν.  Αλλά είχαν εξασφαλίσει πλέον το ψωμί της χρονιάς.
Του Κατάρα και του Λάγου τα αλώνια με τους αχυρώνες όπως είναι σήμερα, στις μεγάλες τους δόξες, τότε που φιλοξενούσαν οπλές ζώων, στάρια ξηρικά και ιδρώτα άφθονο, δεν φύτρωνε ούτε χορταράκι.

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

ΟΙ ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ


Μόνο μια φορά είναι αρκετή για να ερωτευτείς αυτόν τον τόπο. Αφήνοντας το γεφύρι του, αρχίζει η ανάβαση για το χωριό και το ένα μαγευτικό τοπίο διαδέχεται το άλλο, ενώ ο αέρας μυρωμένος από τις ανάσες των δένδρων πλημμυρίζει τις αισθήσεις, δεν μπορείς παρά να αναζητάς περισσότερες στιγμές στην ευλογημένη Ξυλόπολη.
Το πλούσιο δίκτυο των καλντεριμιών και μονοπατιών που συναντούσε ο επισκέπτης, τον οδηγούσαν σε μοναδικές περιοχές φυσικού τοπίου.  Τα μονοπάτια και οι δρόμοι που ανηφορίζουν προς την Βορειοανατολική έξοδο του χωριού σε οδηγούν στον μοναδικού κάλους Μπογδάνα προτού φτάσεις στην Ξυλόπολη.

Η κοίτη του καταλαμβάνεται από διαφόρων μεγεθών ογκόλιθους που κάνουν τη διάβαση ιδιαίτερα ελκυστική και περιπετειώδη. Κατά διαστήματα πέτρινες λιμνούλες και υδρορροές φιλοξενούσαν υδροχαρή βλάστηση και διάφορα υδρόβια είδη (καβούρια, διάφορα είδη βατράχων, κ.λ.π.).
Τα χελιδόνια σπάθιζαν το αέρινο ρεύμα διασχίζοντας κατά μήκος το ποτάμι, εξασφαλίζοντας την τροφή τους από τα έντομα, ενώ ο πετροκότσυφας απομακρύνονταν φοβισμένος.  Η περιοχή που εξελίσσεται αυτή η διαδρομή αξίζει ιδιαίτερα για περιηγητικές επισκέψεις και βοτανολογικού ενδιαφέροντος εξορμήσεις.
Η συνέχεια είναι ελαφρά κατηφορική και ευχάριστη για τον επισκέπτη μετά τον Τοπ-Καμπάκ όπου είναι η αρχή μας.  Το ρέμα που διαρρέει το λιόφυτο ποτάμι σχηματίζει μικρούς αλλά εντυπωσιακούς καταρράκτες σε κάποια σημεία έως να φτάσει στη λίμνη του Λαγκαδά.  Η περιοχή διαθέτει πολλά πηγαία νερά.
Χειμωνιάτικο με όμορφη αγριάδα τοπίο, η άνοιξη ολάνθιστη και μελωδική, το φθινόπωρο και το καλοκαίρι πιο πολύβουο από τους αγρότες που πηγαινοέρχονται στα χωράφια.
Στο σημείο που τελειώνει ο αγροτόδρομος  και η πεζοπορική μας διαδρομή ακολουθεί το μονοπάτι παράλληλα με την κοίτη του Μπογδάνα. Ιτιές, λεύκες,  πλατάνια και καρυδιές μας συντροφεύουν στην πεζοπορία. Σε κάποια σημεία το μονοπάτι συναντά την κοίτη του ποταμού, την ακολουθεί για λίγα μέτρα και στη συνέχεια την ξαναφήνει πότε στα δεξιά και πότε στα αριστερά του.
Η κοίτη του Μπογδάνα είναι αρκετά φαρδιά και στο σημείο όπου την συναντά η διαδρομή μας τον περισσότερο χρόνο δεν έχει νερό, έτσι ακολουθούμε το μονοπάτι πολύ εύκολα, αν όμως η διαδρομή γίνει χειμώνα και μετά από βροχές, τότε σε ορισμένα σημεία υπάρχει πρόβλημα προσπέλασης. Καλό θα είναι να ακολουθήσουμε τη διαδρομή παράλληλα με το ποτάμι, αλλά πιο μέσα, έως ότου να ξαναβρούμε τα σημάδια του μονοπατιού. Συνεχίζοντας να περπατάμε παράλληλα με την κοίτη, φτάνουμε  στα Δύο Πηγάδια όπου βρίσκονται ίχνη του πρώτου νερόμυλου.
Μέσα σε ειδυλλιακά τοπία ήταν κτισμένοι όλοι οι νερόμυλοι της Ξυλόπολης. Δίπλα από το ποτάμι, κάτω από πλατάνια, σε ερημικές τοποθεσίες, αποτέλεσαν εικόνες που μόνο σε βιβλία παραμυθιών μπορούμε να δούμε σήμερα.
Από του ρεύματος τούτου ανέρχεται μεγάλη ανωφέρειαν βαίνουσα δια δάσους πρίνων και μετά 1 ½ ώρ. διαβαίνουσα μέγα ρεύμα επί λιθίνης καλής γεφύρας, εχούσης 30-35 μ. μήκος και 6 μ. πλάτος, και παρερχομένη του παρ’ αυτή στρατιωτικού σταθμού, ανέρχεται δι’ ελιγμών και παρέρχεται του χωρίου  Λιγκοβάνι έχοντος περί τας 120 οικογενείας χριστιανικάς, εκκλησίαν, δύο υδρόμυλους, κινουμένους δια του ύδατος του προηγουμένου ρεύματος και 4 χάνια, ών τα 2 μεγάλα.  Ν. Σχινάς «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-1886
Αν κάποιος ακολουθήσει το ποτάμι, θα δει ότι η περιοχή είναι γεμάτη από υπολείμματα νερόμυλων. Η προσφορά τους ήταν τεράστια για αρκετές εκατοντάδες χρόνια, τόσο στη διατροφή των κατοίκων, όσο και στην κοινωνική ζωή.
Ενώ πορευόμαστε στα χνάρια αυτής της άγριας ομορφιάς φτάνουμε στον επόμενο νερόμυλο.  Σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση με ευδιάκριτη την εσωτερική και εξωτερική διαμόρφωσή του.
Ο βασικός λόγος που ο παραδοσιακός αυτός νερόμυλος μας εξάπτει τη φαντασία, είναι η ομορφιά του, που πηγάζει από την απόλυτη εναρμόνισή του με το φυσικό περιβάλλον. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για το κτίσιμο του μύλου βρίσκονται στο διπλανό δάσος, στο πλησιέστερο νταμάρι, στο απέναντι βουνό. Η αρχιτεκτονική του είναι προσαρμοσμένη στη μορφολογία του εδάφους, το κλίμα της περιοχής, την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των στοιχείων της φύσης. Οι παράγοντες αυτοί δεν καθιστούν τους παραδοσιακούς μύλους απλά ελκυστικούς αλλά κυρίως ιδανικά δείγματα οικολογικής ανάπτυξης.

 Η κατασκευή του παραπάνω μύλου είναι απλή. Το κύριο κτίσμα είναι ορθογώνιο, λιθόκτιστο με κεραμίδια, δώμα (το οποίο εξυπηρετούσε τις διανυκτερεύσεις του μυλωνά).  Η πέτρα, που βρισκόταν (και βρίσκεται ακόμα) σε αφθονία στο χώρο του ορεινού οικισμού, ήταν ένα υλικό - προϊόν του περιβάλλοντος, η χρήση της οποίας, όχι μόνο δεν αλλοίωνε το τοπίο αλλά αντιθέτως, συνέβαλε καθοριστικά στην τέλεια αρμονία της σύνθεσης, έτσι ώστε, με δυσκολία να ξεχωρίζει το κτίσμα από το φυσικό περιβάλλον του.  Η αυστηρή γεωμετρία του όγκου και η σκληράδα της πέτρας, όμοια με τη σκληράδα του τοπίου, αποτελούσαν (και βεβαίως αποτελούν) την ομορφιά του παραδοσιακού μύλου.  Η κατασκευή της στέγης είναι προσαρμοσμένη στην τοπική αρχιτεκτονική, δηλαδή ξύλινη κεκλιμένη  τετράριχτη κάλυψη από κεραμίδια. Οι διαστάσεις του είναι περίπου 10x7 μ., γεγονός το οποίο καθόριζε και το κόστος κατασκευής. Στο χαμηλότερο σημείο του, αμέσως μέσα από την εξώθυρα, γίνονταν οι συναλλαγές και η αναμονή των πελατών. Στο υψηλότερο, με διαφορά δύο-τριών βαθμίδων, γινόταν το άλεσμα. Τα παράθυρα ήταν λίγα και μικρά, το δάπεδο από πατημένο χώμα, και υπήρχε και τζάκι.
Στους νερόμυλους οι χωριανοί αντάλλασσαν απόψεις για όλα τα θέματα που τους απασχολούσαν, ειδικότερα για τις γεωργικές ασχολίες, τη συγκομιδή χωρίς να λείπουν τα κουτσομπολιά και η παραπολιτική.
Η συνάντηση πολλών ανθρώπων από τις γύρω περιοχές έδινε την εικόνα πανηγυριού.  Καθένας που ερχότανε έφερνε και τα δικά του νέα και ως τοπικός ανταποκριτής έδινε τη δική του ανάλυση στην ημερήσια διάταξη των θεμάτων, που είχε η ατζέντα του μυλωνά.  Ο μυλωνάς ως εκπρόσωπος τύπου της περιοχής διέψευδε η επιβεβαίωνε τα νέα ανάλογα με την πληροφόρηση που είχε.
Οι μύλοι της Ξυλόπολης εξυπηρετούσαν συνήθως εκτός από τις τοπικές και τις ανάγκες των γύρω χωριών. Οι περισσότεροι υδρόμυλοι λειτούργησαν μέχρι τη δεκαετία του '60.
Το άλεσμα στο μύλο ήταν μια εργασία που για κάθε νοικοκυριό έπρεπε να γίνει τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο, ήταν κοπιαστική εμπειρία, αλλά συνάμα είχε χαρακτήρα πανηγυριού. Ξεκινούσαν από τα χωριά τους οι αγρότες του Βερτίσκου, της Νικόπολης, με κατεύθυνση τους μύλους του μπάρμπα-Κώστα, του μπάρμπα-Λάζαρου ενώ οι αγρότες του Ισώματος, των Θεοδοσίων, του Καρτερέ, του Λευκοχωρίου με κατεύθυνση τους υπολοίπους μύλους, παρέες παρέες, με φορτωμένα στα ζώα τα σακιά με τον καρπό, εφοδιασμένοι με όλα τα απαραίτητα για τη μακρά, πολλές φορές, πορεία, όσο και για τη διαμονή στον ευρύτερο χώρο του μύλου, όπου η παραμονή τύχαινε να είναι και πολυήμερη όταν πλησίαζαν οι γιορτές και αυξάνονταν οι ενδιαφερόμενοι που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους για να αλέσουν.  Στη διάρκεια της αναμονής πολλές γυναίκες έκλωθαν μαλλί με το αδράχτι, ενώ παρακολουθούσαν, αν ήταν τυχερές και συντύγχανε κανένας δεινός αφηγητής, περιπετειώδη - συχνά αυτοσχέδια - παραμύθια, για να περνά πιο ευχάριστα η ώρα. Όταν η πείνα τους θύμιζε την ανάγκη για το ταπεινό γεύμα, άπλωναν κατάχαμα την τάλβα και απολάμβαναν τη γνησιότητα του ψωμιού και της ελιάς, της λιπαριάς, του σκόρδου και του κρεμμυδιού.  Όταν συμπληρωνόταν το άλεσμα, η παρέα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, με τη βαθιά ικανοποίηση που δίνει η εκτέλεση σοβαρής αποστολής, και όταν, τέλος έφταναν πίσω στον τόπο τους, πρώτη τους έγνοια ήταν να δοξάσουν το Θεό που τους αξίωσε άλλη μια φορά να αλέσουν τα γεννήματά τους για να θρέψουν τα παιδιά τους.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι νερόμυλοι αντανακλούσαν την κοινωνική και οικονομική θέση των ιδιοκτητών τους. Σε κάποιες άλλες, λειτουργούσαν ως οικία και επαγγελματική στέγη ταυτόχρονα.
Μετά την επίσκεψη μας στο νερόμυλο ιδιοκτήτες του οποίου ήταν οι: Δούνδης Δ.-Χαριζάνης Χ.-Καλλίνος Αβραάμ, κατηφορίζουμε και σε λίγο βρισκόμαστε στη λιόφυτη λάκα του Κατάρα. Ο ψηλός μαντρότοιχος δεν μας εμπόδιζε να γευτούμε τα μαυροδαμάσκηνα, καρύδια ή κυδώνια.  Στρέφοντας το βλέμμα μας προς την κορυφή του λόφου βλέπουμε τους  δρόμους που οδηγούν στο χωριό και δίπλα τους  παραδοσιακούς αχυρώνες, κτίσματα άλλων εποχών, σημάδια της πρώιμης ανθρώπινης παρουσίας και του βιοτικού επιπέδου των  κατοίκων της Ξυλόπολης.  Κατηφορίζουμε νοτιοανατολικά και σε λίγο απλώνονται χαμηλότερα μπροστά μας οι κατάφυτες λάκες, με τα μποστάνια και όλων των ειδών τα καλούδια.  Εγκαταλείπουμε τη μικρή λιμνούλα (παραλία)  και νοτιότερα προβάλει μπροστά αριστερά μας ο άλλος νερόμυλος των Κανλή Τ. και Πάσχου Π.


   Φθάνοντας στην εθνική οδό βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη μεγάλη γέφυρα κτίσμα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Μετά τη γέφυρα και σε μικρή απόσταση βρισκόταν ο άλλος μύλος του Τερζή Λάζαρου.  Ακολουθώντας την κοίτη του Μπογδάνα, στα αριστερά μας κρέμονται οι βραχώδεις προεξοχές πάνω από τα κεφάλια μας, γύρω από τις οποίες περιφέρονται πολλές φορές ζευγάρια αετών. Μετά την επίσκεψη στο γαληνεμένο τοπίο και μετά από τις συνεχείς στροφές στην απότομη πλαγιά φτάνουμε στον μύλο του Ηλίου Κων/νου στην  Χελιδονόλιμνη (Λιστσιβίτσιν βιρ).
Δεν χρειάζεσαι οδηγό για την επίσκεψη αρκεί να ακολουθήσεις το δρόμο του νερού που σε βγάζει από του Παππά τα πηγάδια μέχρι τη Χελιδονόλιμνη (Λιστσιβίτσκα), ένας τόπος που δεν θα πληγώσει την αισθητική, οι εικόνες της φύσης που ανακαλύπτεις είναι μοναδικές.  Άλλωστε το στοιχείo του νερού είναι εδώ το κυρίαρχο. Η γοητεία που αναδεικνύεται με τους καταρράκτες και την αέναη κίνηση των νερών φροντισμένα απ' τη φύση μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, δημιουργούν στιγμές μαγείας.  Δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια συντήρησης και αναπαλαίωσης των μύλων, τα υπολείμματά τους όμως δείχνουν αρκετό μεράκι, αγάπη και σεβασμό στη παράδοση.
Οι νερόμυλοι είναι γενικά πολύ αξιόλογοι για παρατήρηση. Παρ' όλο που οι περισσότεροι στην περιοχή είναι ερειπωμένοι, μπορούμε να τους παρατηρήσουμε και να καταλάβουμε τη λειτουργία τους, που σε γενικές γραμμές έχει ως εξής:
Μέσα από  πετρόχτιστους νεραύλακες 400 μ. περίπου που μόνο ίχνη τους υπάρχουν ακόμη σε ορισμένους μύλους, ερχόταν ορμητικά το νερό από το Μπογδάνα. Περνούσε στη χωμάτινη στέρνα, έπεφτε κάθετα στο τεράστιο κάθετο μεταλλικό χωνί  κι από εκεί κυλούσε με βουή και μεγάλη δύναμη στη στροβίλα που ήταν από κάτω από το κτίσμα, τη χτυπούσε, τη γύριζε και έπεφτε τέλος στον ποταμό.

Η δύναμη του νερού γύριζε τη φτερωτή της στροβίλας, που είχε φτερά.  Από πάνω, ήταν οι δύο γρανιτένιες, τεράστιες μυλόπετρες.  Η φτερωτή έσπρωχνε την πάνω μυλόπετρα, η οποία γύριζε κι έτριβε τα σιτάρια και τα άλλα δημητριακά πάνω στη δεύτερη, που ήταν σταθερή κι έτσι παραγόταν τα διάφορα αλεύρια.  Ήταν τόση η πίεση της μυλόπετρας και η ποσότητα της δουλειάς, που κάθε τρία-τέσσερα χρόνια η πάνω μυλόπετρα φαγωνόταν λίγο και την πελεκούσαν και τη διόρθωναν.
Ανάμεσα στους βοηθητικούς χώρους των νερόμυλων ήταν και η νεροτριβή, μια υπαίθρια συνήθως κατασκευή, που χρησίμευε  για την επεξεργασία μάλλινων υφαντών  κατά το στάδιο της κατασκευής τους ή για το ετήσιο πλύσιμό τους.  Πρόκειται για ένα ανεστραμμένο κάδο σε σχήμα κόλουρου κώνου με το μεγαλύτερο τμήμα χωμένο μέσα στο έδαφος ώστε η πίεση του νερού να μη δημιουργεί κινδύνους ανοίγματος των τοιχωμάτων.
Επί αιώνες το ρέμα του Μπογδάνα γέμιζε με τις βουές του νερού και το βογκητό των μυλόπετρων που αλέθανε τα σιτάρια και τα καλαμπόκια.  Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν μόνοι τους για την παρασκευή του αλευριού.
Περπατώντας κανείς στα στενά μονοπάτια κατά μήκος του Μπογδάνα, καταλαβαίνει πόσο απλή ήταν η ζωή κάποτε και πόσο αρμονικά δεμένη με το φυσικό περιβάλλον.
Νερόμυλοι κτισμένοι με πέτρες και ξύλα, ενσωματώνουν γνώσεις από μία αρχιτεκτονική, που στις μέρες μας έχει πια χαθεί
Το χωριό μας σήμερα, είναι γεμάτο από πολιτιστικούς θησαυρούς μεγάλης σημασίας για το μέλλον του  και πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα.
Οι τοποθεσίες που οι παππούδες μας επέλεξαν για να κτιστούν, ήταν οι καλύτερες της περιοχής, με άφθονα νερά.  Ήταν ακόμη οχυρές, τραβηγμένες και αθέατες από τον εθνικό δρόμο Θεσσαλονίκης-Σερρών για καλύτερη προστασία από τους πειρατές. Το συνεχές βουητό των νερών, το ατέλειωτο πήγαινε - έλα των ανθρώπων, ο ήχος από το χρυσοκίτρινο, λαμπερό αλεύρι που έβγαινε από τα "σπλάχνα" του, αλλά και η "χρήση" του στην καθημερινή ζωή για την απόδοση ορισμένων καταστάσεων ή χαρακτηριστικών, όπως των... πολυλογάδων, είναι ορισμένα, μόνο, χαρακτηριστικά των νερόμυλων, που στην Ξυλόπολη αποτελούν έναν κρίκο της πολιτιστικής  μας κληρονομιάς.
Περπατήστε στα σοκάκια της Ξυλόπολης, μπείτε στα χαλάσματα, δώστε τους ζωή έστω και για λίγο, σαν φόρο τιμής σε αυτούς που εγκατέλειψαν τον μάταιο τούτο κόσμο.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ

Το πηγάδι του ΑΣΑΝ.
Τα Δύο Πηγάδια.
Το Γκουργκούρτσι.


Οι κάτοικοι της Ξυλόπολης ήταν φτωχοί και καχεκτικοί.  Η φύση τους όμως δε γνώριζε γηρατειά και κατάπτωση. 

Το τοπίο  ξερό, πυρακτωμένο, σκονισμένο, με αρκετούς βάτους.  Δεν υπήρχε νερό.  Πολλά δέντρα, αλλά όλα ήταν σιωπηλά.
Η έλλειψη νερού και το άγονο του εδάφους δυσκόλευαν τη ζωή των Ξυλοπολιτών.  Γι΄αυτό σε πολλά σημεία είχαν κτίσει πηγάδια τα οποία τροφοδοτούνταν με υπόγεια νερά και αποτελούσαν μικρές οάσεις για τους εργάτες της γης. 
Η κάθε γειτονιά είχε τα πηγάδια της.  Στη δική μου, του «κάτω μαχαλά», πριν το ξημέρωμα επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα η οποία, είχε επίκεντρο τα πηγάδια του Τζούλου και του Ηλίου.  Σημείο αναφοράς τα δύο πηγάδια.  Τα καυτερά πρωινά οι νοικοκυρές και τα παιδιά γέμιζαν τα γκιούμια και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής για το χωριό.   Οι ζευγάδες όμως γέμιζαν τις μπούκλες και συνέχιζαν  την πορεία τους για τα χωράφια.
Το τοπίο είναι πολύ όμορφο σ’ αυτή την περιοχή καθώς ανεβαίνουμε την ανηφοριά με κατεύθυνση προς τον κάτω μαχαλά.  Λυπάμαι που δεν είμαι ζωγράφος για να αποτυπώσω στον καμβά την εικόνα του. 
Τη βάση της μεγάλης ανηφόρας γλύφει ο Μπογδάνας που αποτελούσε την πρώτη δοκιμασία της ημέρας για τους άμοιρους ζευγάδες και τα ταλαίπωρα γαϊδουράκια.  Για την προσπέλαση του Μπογδάνα και προκειμένου να διευκολύνουν τις μεταφορές τους οι σύμμαχοι έκτισαν το 1914 το αγέρωχο γεφύρι.
Το περίφημο και ωραίο έργο, το στέρεο αυτό γεφύρι που θρονιάζεται πάνω στους στύλους του, τον κανονικό καιρό χρησίμευε μόνο για τα λιγοστά αυτοκίνητα.  Οι καβαλάρηδες περνούσαν μέσ’ απ’ τα ρηχά περάσματα του Μπογδάνα.  Το γεφύρι τους προστάτευε από τις αχτίνες του ήλιου,  πιο καυτερές μέσα στο νερό.  Πού και πού κάποιος πεζός, κάποιος σπάνιος πεζός ριψοκινδύνευε να διασχίσει το γεφύρι, όταν η καταιγίδα είχε κάνει το ποτάμι αδιάβατο, αφού άνθρωπος και όχημα δεν χωρούσαν στην πλάτη του.  Σήμερα, πρέπει να ακολουθήσουμε την ευρωπαϊκή μόδα.  Μπορούμε άφοβα να διαβούμε τη διπλανή σύγχρονη γέφυρα.
Η δεξιά όχθη του ποταμού παραμένει πάντα ίδια. Λίγα μέτρα αργίλου ορθώνονται σ’ ένα πρανές στεφανωμένο με βράχια.  Η πλαγιά αυτή είχε χωράφια με καλαμπόκι, καπνό και πολλές φορές κοπάδια πρόβατα ή κατσίκια.
Στα αριστερά όμως ο Μπογδάνας έχει απότομη  βραχώδη ανωφέρεια, ακαλλιέργητη, χρήσιμη μόνο την εποχή των αλωνιών.  Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη αίγλη έδωσε σ’ αυτό το γερασμένο βράχο το κτίσιμο ενός παρεκκλησίου.
Οι νέοι του χωριού οι γεννηθέντες το έτος 1965 τιμώντας την αγία και καθαρή ζωή του Αγίου Νεομάρτυρα Νικήτα, προέβησαν στην κτίση παρεκκλησίου στο όνομά του.
Κτισμένο στο γραφικό τοπίο στην αριστερή όχθη του Μπογδάνα στη μνήμη των αθάνατων προγόνων μας, με θέα τις γύρω πλαγιές του Τσούγλας και της Κιάντας, γεμίζει με εικόνες την πορεία μας ενώ την βάση του γλύφει ο Μπογδάνας.
Μικρό και γραφικό κτίσμα, χωρίς την τυπική και συνήθη μορφή των εκκλησιών, βρίσκεται μέχρι σήμερα στην επικαιρότητα γιατί απολαμβάνει της συνεχούς φροντίδας των κτητόρων του. 
Το μέρος ενώνει και συνδυάζει πρωτοποριακές μεθόδους οικολογίας και διατήρησης της μνήμης. Η απήχησή του είναι το αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού.
Πάνω στην αριστερή βραχώδη πλευρά του πρανούς ένα αδιόρατο μονοπάτι ανεβαίνει με ζιγκ-ζαγκ, αναρριχάται υποβασταζόμενο από κορμούς ξεραμένων δένδρων και μας φέρνει σε λίγο στο μέσον της πλαγιάς σ’ ένα σύμπλεγμα απότομων μονοπατιών.   Το ποτάμι κυλά στο βάθος πάνω από εκατό μέτρα κάτω απ’ τα πόδια μας. Μια σειρά από λόφους, καθένας ψηλότερος από τον προηγούμενο, φαίνονται μπροστά μας καθώς ανηφορίζουμε.  Έχουν όλα τα σχήματα και τις αποχρώσεις από σταχτί, γαλάζιο, κόκκινο της φωτιάς μέχρι κόκκινο της πορφύρας, πλουμισμένα με πράσινα μπαλώματα βλάστησης.  Το μονοπάτι ελίσσεται ανάμεσα από αυτά τα παρδαλά υψώματα.  Ασημένιος κυλά στη βάση τους ο Μπογδάνας.  Ο ανατέλλων ήλιος ρίχνει τις λαμπρές ακτίνες του στο μικρό καταρράκτη με το γάργαρο νερό που λαμποκοπούν ενώ ο θόρυβος του νερού ακούγεται από το ρέμα.
Η αργή ανάβαση του μονοπατιού και η σταθερή του κατεύθυνση προς τα βόρεια σβήνουν στις αναρίθμητες στροφές που διαγράφει, για να παρακάμψει τις διογκώσεις των βράχων.  Το μονοπάτι πότε γίνεται φαρδύτερο, πνιγμένο στα αγριόχορτα και στην πυκνή βλάστηση όπου, μπερδεύονται άνθρωποι και ζώα και άλλοτε μια λεπτή κορδελίτσα, κρεμασμένη πάνω από μια τσουλήθρα με υποστήριγμα την ασθενική συνοχή του χώματος ή μερικά παλούκια. 
Αν δεν ήμαστε αναγκασμένοι να προσέχουμε το κάθε μας βήμα, θα μπορούσαμε να χαρούμε, την αναμφισβήτητη μεγαλοσύνη και γλυκύτητα του ορεινού αυτού τοπίου.  Κάνοντας μια τελευταία παράκαμψη ενός χωματόλοφου που βρίσκεται μπροστά μας αποχαιρετούμε το ποτάμι που δείχνει μακριά και μας καλοδέχεται το πεζούλι στο πηγάδι του Τζούλου, για μια ολιγόλεπτη ξεκούραση και ένα Θεόσταλτο ξεδίψασμα.
Καθισμένος στο πεζούλι προσπαθώ να ανασύρω εικόνες και ψηφίδες που συνθέτουν την παλιά καθημερινότητα. Τότε που το  μονοπάτι που οδηγούσε στα πηγάδια και στο ποτάμι έσφυζε από  παιδιά που πήγαιναν  να πάρουν το πιόμα της μέρας, ενώ για το πλύσιμο των ρούχων και των κλινοσκεπασμάτων οι γυναίκες κατηφόριζαν στον Μπογδάνα.  Συνέχιζαν την πορεία τους κατά μήκος της όχθης του μέχρι να βρουν ελεύθερες και καλά σμιλεμένες πέτρινες λιμνούλες και υδρορροές έργα του καλλιτέχνη Μπογδάνα, ο οποίος διευκόλυνε με τον τρόπο του το πλύσιμο και το στέγνωμα.   Σε πολλά σημεία το μονοπάτι ήταν σκαμμένο σε συμπαγή βράχο και σε μερικά σημεία δεν ήταν φαρδύτερο από μισό μέτρο, όλο στροφές, σε πολλά σημεία ανέβαινε και φαινόταν το ποτάμι σαν φίδι.   Σε άλλα σημεία ήταν κομμένο από τον απότομο βράχο και έπρεπε να περάσουν απέναντι με προσοχή για να μη τους παρασύρει το ρέμα. 

Το πώς ανέβαιναν το στενό και απότομο μονοπάτι της επιστροφής εκείνες οι ηρωικές γυναίκες ισορροπώντας στο κεφάλι τους τη στάμνα  ή τη σκάφη με τα πλυμμένα,  είναι άξιο απορίας. Τα μονοπάτια της Λιγκοβάνης ήταν κακοτράχαλα και δύσβατα για όσους δεν είχαν συνηθίσει από τα παιδικάτα τους να περπατούν σ’ αυτά  Όλες αυτές οι γυναίκες είναι μεγαλόκορμες.  Η θύμησή μου δεν μπορεί παρά να είναι θύμηση θαυμασμού για την τόσο γόνιμη τούτη ράτσα.  Η ράτσα αυτή είναι από φυσικού της όμορφη.  Η δουλειά στα χωράφια έχει τσακίσει τη ραχοκοκκαλιά τους έχει καμπουριάσει τους ώμους, τις έχει βαρύνει τα μέλη.  Η συνήθεια του φόβου και της υποταγής λύγισε τον τράχηλό τους και έσβησε το βλέμμα τους.
Επιτέλους, απαλλασόμαστε από το σύμπλεγμα των μονοπατιών και βρισκόμαστε στον δρόμο που οδηγεί στα πρώτα σπίτια. Ο δρόμος μας τώρα είναι οριζόντιος.  Στις δύο πλευρές του είναι κτισμένα σπίτια ενώ οδηγεί στην πλατεία του μαχαλά.
Ο δρόμος είναι πολύ στενός και σε μερικές περιπτώσεις περνά δίπλα από τις στέγες των σπιτιών.  Όλα τα κτίσματα είναι από πέτρα και ανάμεσα στα σπίτια βλέπεις περιβόλια με οπωροφόρα δένδρα.
Πέρα από τις μιζέριες και τα πισωγυρίσματα του αιώνα τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει την πορεία της Λιγκοβάνης.  Ανεβαίνει με το φωτοστέφανο της δόξας έτοιμη για να την παραλάβουν οι απόγονοι.
Το έδαφος της μπορεί να το λεηλάτησαν οι Λατίνοι, να το κατέλαβαν οι Τούρκοι, να το κατέκλυσαν οι Βούλγαροι.  Όλων των ειδών οι δυνάστες πέρασαν από δω και εξαφανίστηκαν ύστερα από βασιλεία εφήμερη και η Λιγκοβάνη ξαναγεννιόταν πιο ισχυρή, το γένος εξακολουθούσε να επιζεί.
Μπορεί η δύναμη να γνωρίζει μέρες θριάμβου, οι μέρες αυτές όμως είναι μετρημένες από την αιώνια δικαιοσύνη, και τι σημασία έχουν μερικές ημέρες κακουχίας, όταν έχεις μπροστά σου την αιωνιότητα;


ΤΟ ΠΛΥΣΙΜΟ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ




ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ


Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΟΙ ΜΠΑΚΑΛΗΔΕΣ - ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΠΟΛΗΣ

Το μπακάλικο το Δ. Χάντα (Διακρίνονται: Λιόκας Λ., Νώττας Ε., ΧάνταςΔ., Ασδρές Μ.)
Προχωρώντας δικαιωματικά την περιπλάνησή μου στον πολύμορφο κόσμο των επαγγελμάτων και των επαγγελματιών κάνω μια στάση σε ποιον άλλο; Παρά  στους «τα πάντα πωλούνται», δηλαδή τους παντοπώλες και τα παντοπωλεία.
Η καθημερινή λαϊκή ορολογία της εποχής ήταν βέβαια διαφορετική, «μπακάληδες» και «μπακάλικα» (από το αραβοτουρκικό bakkal).   Στην Ξυλόπολη υπήρχαν πολλά τέτοια, άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα και μερικά ενδιάμεσα.  Αυτά ήταν:  του Ι. Χάντα, του Δούνδη, του Γάϊρου, του Χατζηιωάννου, του Χ. Χάντα, του Κατάρα, του Δ. Χάντα (Προύτσα), του Χ. Χάντα, του Β. Τραγιαννίδη και της κυρά-Κατίνας.
Το μπακάλικο του Βαγγέλη (Τραγιαννίδης Ε.-Λίμος Λ.)
Ο μπακάλης ήταν «δικός μας άνθρωπος». Τον ξέραμε, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του. Μας ήξερε κι αυτός, με τις ανάγκες και τις δυνατότητές μας. Τον εμπιστευόμασταν και μας καταλάβαινε.  Άκουγε με κατανόηση το «δεν έχω τώρα, γράψ’ τα και στα δίνω αργότερα» κι είχε την υπομονή να περιμένει τα χρωστούμενα. Του λέγαμε «καλημέρα» και μας χαμογελούσε, ακόμα κι αν ήταν στενοχωρημένος.  Όχι γιατί σκεφτόταν πως «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», αλλά γιατί είμαστε γνωστοί του.  Αλλά κι όταν νευρίαζε, επειδή καθυστερούσαμε πολύ να ξεπληρώσουμε τα «βερεσέδια», φρόντιζε να μας το υπενθυμίζει χωρίς να μας προσβάλλει για την οικονομική αδυναμία μας. Το πολύ-πολύ να μας ψιθύριζε στ' αυτί πως «το τεφτέρι γέμισε και κάτι πρέπει ν' αρχίσουμε να σβήνουμε». Ήθελε το κέρδος, αλλά δεν ήταν αχόρταγος και δεν «πατούσε επί πτωμάτων». Υπήρχαν και παραδόπιστοι, βέβαια, αλλά ήταν εξαιρέσεις.
Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες, τα ζυμαρικά, τον ρουχισμό και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς.
Ο Δ. Χάντας εν δράσει.
Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό.
Σήμερα, με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ, τα μπακάλικα χάθηκαν. 
Το μπακάλικο του Βαγγέλη όπως είναι σήμερα.
       Στον μαχαλά μου μεσουρανούσε το μπακάλικο του «ΒΑΓΓΕΛΗ». και τι δεν ήταν αυτός ο Βαγγέλης.  Πίσω από το όνομα του μπακάλη κρυβόταν ο γιατρός, ο μηχανικός, ο ρήτορας, ο παιδονόμος, ο εξομολόγος και ό,τι βάλει ο νους σου. 
Τα βράδια η μυρωδιά του τυριού, της λακέρδας, της ρέγκας και του μπακαλιάρου τραβούσε σαν μαγνήτης τους ξεροσφύριδες που με συνοδεία ένα «κατοσταράκι» ούζο δίπλα στα βαρέλια του λαδιού και του φωτιστικού πετρελαίου έσβηναν τον κάματο της βασανιστικής ημέρα.  Μυρωδιές και εικόνες μια άλλης εποχής η οποία όμως έχει εκλείψει.  
Η μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού και του χύμα λαδιού ήταν διάχυτη παντού.  Τα τσουβάλια με τα όσπρια τα οποία αποτελούσαν και τα καθίσματα των θαμώνων ανέδυαν ένα πλήθος οσμών.  Το πράσινο σαπούνι για λούσιμο, για μπάνιο στη σκάφη, ROL σκόνη μικρό κουτί (για οικονομία) για πλύσιμο ρούχων σε συνδυασμό με μια πλάκα μεγάλη άσπρο σαπούνι από ποτάσα, ένα μπουκάλι χύμα λάδι και μια ρέγκα από το ξυλοκιβώτιο λίγο μεγαλούτσικη για να φτουρίσει αποτελούσαν τα συνηθισμένα ψώνια.
Πλύσιμο στη σκάφη.

       Σήμερα σιγά-σιγά κατηφορίζω το δρόμο για να φτάσω στο μπακάλικο του Βαγγέλη, κοιτώντας πότε δεξιά και πότε αριστερά τα λίγα παλιά σπίτια και προσπαθώντας να βάλω με τη φαντασία μου στη θέση τους τις εικόνες που έχω βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου.  
Μπροστά μου ξετυλίγονται αυλόπορτες που άνοιγαν ξαφνικά, γνωστά πρόσωπα που χαμογελούσαν.  Άκουγα γέλια και έβλεπα τους σεβάσμιους γέροντες με το κομπολόι στο χέρι να στρίβουν τα μουστάκια τους  στηριζόμενοι στο μπαστουνάκι.  Και μου φαίνεται πως όλα αυτά είναι ζωντανά, πως δεν έχουν χαθεί για πάντα, πως ο χρόνος δεν τα έχει σαρώσει κι ότι το άρωμα εκείνης της εποχής πλανάται γύρω μου και μου γαργαλά τα ρουθούνια.
Τόσο αληθινές μοιάζουν αυτές οι θύμησες αυτή την ώρα, τόσο γλυκιά είναι η νοσταλγία που με πλημμυρίζει, ώστε εκλιπαρώ το όραμα να μην με αφήσει. Τώρα που φτάνω μπροστά στο μπακάλικο αντικρίζω ένα ερείπιο. Τίποτε δεν είχε απομείνει από την αλλοτινή εποχή. Τίποτε που να μου θυμίζει εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες  που ήμασταν πιτσιρίκια, με τα γέλια και τα κλάματα μιας φτωχής αλλά απλόχερης ζωής. Οι άνθρωποι γκρέμισαν τα χαμόσπιτα, χάθηκε και το άρωμα του βασιλικού, οι φωνές των παιδιών, τα μαλώματα των κυράδων, τότε που άλλαζες δυο κουβέντες και μάθαινες τα νέα της γειτονιάς απέξω κι ανακατωτά.
Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος κάποτε, πριν πολλά χρόνια. Όταν τα μετρώ μου φαίνονται τόσο πολλά.  Κι όμως τα θυμάμαι όλα τόσο ξεκάθαρα, σαν να  ’ταν μόλις χθες.
Μετά το σούρουπο, όλοι οι άντρες, νέοι και γέροι της γειτονιάς ανηφόριζαν προς το μπακάλικο.  Έπαιρνε ο καθένας τη θέση του και άρχιζε η συνεδρίαση.  Στην αρχή όλοι ήταν λιγομίλητοι. μετά το δεύτερο-τρίτο ποτηράκι θαρρείς και λύνονταν η γλώσσα τους.
Πρώτος έπαιρνε το λόγο ο μπάρμπα-Αντρέας, ζωέμπορας και χασάπης που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. 
Ακολουθούσε ο μπάρμπα-Μήτσος, μάστορας, που δεν μπορούσε κανείς να τον παραβγεί στην οινοποσία ήταν και ο μόνος που έπινε χύμα ρετσίνα.  Με τη λήξη της συνεδρίασης και όταν το φεγγάρι μεσουρανούσε έπαιρνε την κατηφόρα για το σπίτι έχοντας παραμάσχαλα μια ντραμιτζάνα για συμπλήρωμα.  
Τρίτος στη σειρά κατέφθανε ο μπάρμπα-Γιώργης, άνθρωπος του μέτρου.  Το πρόσωπό του ηλιοκαμένο, μαυρισμένο από τον καυτό ήλιο, ο λαιμός του κατάλευκος γιατί τον προστάτευε κατά τη διάρκεια της μέρας μ’ ένα κατάλευκο μαντήλι.  Με τα μακριά, κατακίτρινα δάκτυλα του, άναβε τα τσιγάρα το ένα πίσω από το άλλο.  Κάθε φορά έβγαζε αργά μέσα από τη μαύρη ζώνη του τη μεταλλική ταμπακέρα, την άνοιγε, έπαιρνε το τσιγάρο με δάκτυλα που τρέμανε και το πήγαινε στα τρεμουλιαστά χείλη του, αφού προηγουμένως πετούσε την παλιά γόπα.  Τοποθετούσε προσεκτικά την ίσκα πάνω στη βαθουλωτή τσακμακόπετρα, τη χτυπούσε στην πέτρα του πεζοδρομίου, κι όταν άναβε, την έφερνε στο καινούργιο τσιγάρο, ρουφούσε βαθιά τον καπνό, κι αμέσως τον πετούσε και τον σκόρπιζε στο φως του λουξ, γαλανό, ασημένιο.  Καθόταν αναπαυτικά πάνω στο δεξί του πόδι που το είχε διπλωμένο ενώ για καρέκλα είχε το τσουβάλι με τα φασόλια κι έλαμπε σαν άγαλμα μέσα στο τρεμάμενο λιγοστό φως. 
Πότε σέρνοντας τα πόδια του πότε σκουντουφλώντας κατέφθανε και ο μπάρμπα-Νίκος, ο ασυναγώνιστος.  Σχεδόν ολημερίς καθόταν στο μικρό μπαξεδάκι, αφού το σπίτι του είχε μετατραπεί σε ιατρείο. η μπάμπω-Σόφω η γυναίκα του ήταν η μαία  και η ορθοπεδικός του μαχαλά.  Με το σούρουπο έπαιρνε την κατηφόρα για το μπακάλικο, ήταν ο καλαμπουρτζής της παρέας.  Καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα σχεδίαζε την παράσταση της Αποκριάς και κατένειμε τους ρόλους.  Σχεδόν πάντα είχε συνεργάτες τον Γούγο (Φαρούκ) και τον Κούη (Σαγκίου).
Τον θυμάμαι να φοράει ένα μακρύ πανωφόρι που έμοιαζε με σακάκι. Τα μανίκια του έφταναν σχεδόν ίσαμε τις άκρες από τα δάχτυλα των χεριών. Αυτά τα δάχτυλα ήταν βρώμικα από την απλυσιά και μελανιασμένα από το κρύο.  Ωστόσο, μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω, από τι ήταν μαύρα το πιο πολύ – από την απλυσιά ή από το κρύο.

Ο μπάρμπα-Άγγελος Κούης.

Τελευταίος κατέφθανε ο μπάρμπα-Άγγελος ο δάσκαλος.   Γερασμένος, με το μεγάλο κεφάλι, τα θολά γυαλιά, το γλυκό πρόσωπο, το ριγωτό παντελόνι, με λουστρίν παπούτσια, με την ασημένια χοντρή καδένα του ρολογιού, με το σακάκι που θύμιζε σμόκιν και το όμορφο μπαστουνάκι του. Ήταν μαλακός, γεμάτος μετριοφροσύνη. Μαλακός, με το ώριμο πρόσωπό του, τον καλό χαρακτήρα του. Αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε, με κουρασμένα μάτια καθόταν εκεί σε μια κόγχη.  Όλοι ξέρανε και βλέπανε την υπομονή του, το μαλακό χαρακτήρα του. Όλοι τον σεβόταν μικροί μεγάλοι.  Ο λόγος του ήταν ανεξάντλητος και σοφός.
Οι γέροι κάθονταν στα ξεθωριασμένα καφετιά τσουβάλια  και συζητούσαν για τα περασμένα.  Καθώς μιλούσαν, οι ιστορίες τους άρχιζαν να ξετυλίγονται, η γνωστή, συνηθισμένη λιτανεία  των απερίγραπτων τραγωδιών που έζησαν οι πατεράδες και οι παππούδες τους που είχαν πέσει θύματα της βίας των Βουλγάρων και των Τούρκων, θείοι που είχαν ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου, τα νεογέννητα του Βασιλείου Βαγγέλη που πνίγηκαν στην κολυμπήθρα, ο πρόκριτος Χαριζάνης που δηλητηρίασαν οι Βούλγαροι, οι Γιουρούκοι που σκοτώθηκαν έξω από το χωριό και τόσα άλλα.
«Για πόσα χρόνια Έλληνες και Βούλγαροι στην Ξυλόπολη ζούσαν μέσα σε διενέξεις και αλληλοσκοτωμούς».
Συναγωνίζονταν για το ποιος θα πρωτοπεί τη δική του ιστορία.
Εντελώς ξαφνικά και απρόσμενα εισέβαλε στο μπακάλικο και ο μπάρμπα-Λάζαρος μόνο για να ψωνίσει λίγο αλάτι και να φύγει στα γρήγορα ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στους θαμώνες.   Ήταν βαρύκουος και συνεσταλμένος.  Δε χαιρετούσε  κανέναν, δε μιλούσε με κανέναν, δεν ενδιαφερόταν για τίποτε. Αισθανόταν ένοχος που η φύση του στέρησε την ακοή.
Λίγο πιο κάτω από το μπακάλικο του «Βαγγέλη» στην μικρή πλατειούλα βρίσκονταν το άλλο μπακάλικο του «Κατάρα».  Δίπλα του, τα αυτοσχέδια καθίσματα του χωρατά που περίμεναν τις πελάτισσες και στην απέναντι πλευρά της πλατείας το πηγάδι, στο οποίο οι γυναίκες ανεβοκατέβαζαν τις χειροκίνητες αντλίες προκειμένου να κουβαλήσουν στο σπίτι τους νερό για το  μαγείρεμα, ενώ τα τελευταία γαϊδουράκια με βαρυφορτωμένα σαμάρια έσερναν αργά τα βήματά τους επιστρέφοντας από την κουραστική μέρα.
Ο χωρατάς.

Δεν περνούσε πολύ ώρα και οι γυναίκες της γειτονιάς  μαζεύονταν και κάθονταν στην γκριντιά που εφάπτονταν στο σπίτι του μπάρμπα-Κώστα κι έπλεκαν τις μάλλινες κάλτσες και τις φανέλες της οικογένειας ή κεντούσαν τα τραπεζομάντιλα τα σεντόνια και τα μαξιλάρια της προίκας των κοριτσιών τους, ενώ τα παιδιά τους, σαν τα μελισσόπουλα, έπαιζαν χαρούμενα και ξέγνοιαστα γύρω τους, το κρυφτό, το τσελίκι και τα άλλα παιχνίδια τους, χωρίς τον φόβο του αυτοκινήτου.
Έγινε πια παρελθόν αυτή η γοητεία της γειτονιάς.  Οι γκριντιές και τα αυτοσχέδια καθίσματα εξαφανίστηκαν. Ο νεοπλουτισμός και η συνεχής ροή των αυτοκινήτων δεν επιτρέπει πλέον αυτήν την διέξοδο των γυναικών.
Έτσι, η παλιά γειτονιά, η τόσο όμορφη, ανθρώπινη, γραφική και ρομαντική, «πνίγηκε» στον πολιτισμό κι έγινε για τους παλιότερους μια ανάμνηση, γεμάτη νοσταλγία. Εκείνη την όχι και τόσο μακρινή εποχή, κάθε γειτονιά είχε την γραφικότητά της αλλά και τις ομοιότητές της.  Όλη η γειτονιά ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια, που διακρίνονταν για την αγάπη και την αλληλεγγύη των ανθρώπων της.  Χαιρόντουσαν όλοι για κάθε ευχάριστο γεγονός και λυπόντουσαν για όποιο δυσάρεστο συνέβαινε σε κάποιο γείτονα.
Στα άδεια καλντερίμια τις μεσημεριανές ώρες υπήρχαν πεταμένες φλούδες καρπουζιού.  Στη ζέστη, οι σφήκες με τα κόκκινα και τα κίτρινα δακτυλίδια στην κοιλιά, αλλά και οι μέλισσες, ακουμπούσαν πάνω τους για μια στιγμή, πετούσαν, ξαναγυρνούσαν, ξαναπετούσαν. Λεύτερες, δίχως να φοβούνται τους περαστικούς.
Πού και πού διέσχιζε τον δρόμο τρέχοντας κανένα ξυπόλητο πιτσιρίκι.  Ξυπόλητο και μισόγυμνο.  Λιγνό, σαν ξυλένιο.  Λες ότι σε λίγο, όταν κατηφορίσει με το μπουκάλι το λάδι στο χέρι αν κάνει πως θέλει να το στηρίξει απάνω του, τα καλαμένια αυτά ποδαράκια θα κάνουν κρακ και θρυμματιστούν σα γυάλινα. Μα πάλι, τούτο το κορμάκι το τόσο μικρό και στεγνωμένο, σε λίγο θα το εμπιστευτούν να πάει με το γαϊδουράκι στο χωράφι να μεταφέρει νερό, προσανάμματα και ξύλα για το χειμώνα.  
Ακολουθώντας την μικρή κατηφόρα φτάνουμε στην μικρή πλατεία. Στη διακλάδωση που ανοίγεται μπροστά μας ακολουθούμε τη δεξιά ροή του δρόμου και περνώντας από τη γραφική πετρόκτιστη γεφυρούλα βρισκόμαστε στο φρύδι της λοφοπλαγιάς, όπου μας υποδέχεται άλλος μαχαλάς. Στο σημείο εκείνο και ακολουθώντας τη δεξιά πορεία περνάμε μια όμορφη ρεματιά που μας φέρνει  σε μια διχάλα, ακολουθώντας πάλι δεξιά πορεία οδηγούμαστε στο άλλο μπακάλικο, του «ΠΡΟΥΤΣΑ».
Οι γέροντες έξω από το μπακάλικο του Δ. Χάντα (Προύτσα).
Χτισμένο στην πλαγιά της λοφοπλαγιάς, δεσπόζει στην περιοχή του, προσφέροντας μοναδική θέα από τη θέση του προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ο Δ. Χάντας (Προύτσας) ήταν μεγαλοκαταστηματάρχης αφού οι περισσότεροι πελάτες του ήταν από τη Ράβνα, ήταν και εξαγωγέας.    Στο πίσω μέρος το καταστήματος είχε ειδικό μέρος για να σταθμεύουν τα γαϊδουράκια και να ξεκουράζονται ύστερα από το κουραστικό ταξίδι του ερχομού απ’ το  γειτονικό χωριό.   Στην άλλη μεριά του δρόμου απέναντι ακριβώς από το μπακάλικο συντηρούσε σ΄ ένα παλιόσπιτο δύο ή και τρεις κατσίκες.  Η κυρά-Βανθώ τις φρόντιζε σαν παιδιά της προσφέροντας τους πάντα φρέσκα δενδρόφυλλα.   Οι διάλογοι της με τα ζωντανά ακουγόταν ίσαμε το σπίτι μας που απείχε αρκετά.   Ο δρόμος μπροστά από το μπακάλικο ήταν σε κακό χάλι, γεμάτος λάσπη.  Η κατοικία των κατσικιών είχε ντουβάρια σκασμένα και οι σοβάδες ήταν πεσμένοι, οι στέγες γερμένες και μισογκρεμισμένες.  Στους τοίχους και κάτω από τη σκεπή οι αγριομέλισσες είχαν κάνει φωλιές.  Οι αγριοπλάτανοι που περιστοίχιζαν το όλο κτίσμα ήταν γερασμένοι.  Τα πλατιά φύλλα τους, σκονισμένα καθώς ήταν μοιάζανε με βελούδινα.  Ενώ οι λίγες αγριοδαμασκηνιές με τα άνθη τους επιβάλλονταν στο όλο τοπίο.  Εκατοντάδες μέλισσες πετούσαν όλες μαζί, ζουζούνιζαν, κάθονταν μαζεμένες πάνω στα λουλούδια. 
Ο Δ. Χάντας στην πόρτα του μπακάλικου.
  
Οι μέλισσες με τα διάφανα φτερά κάθονταν στα φλόγινα λουλούδια και μένανε ακίνητες.   Από τον έρημο δρόμο, πηγαινοέρχονταν κάπου-κάπου άνθρωποι, άλογα και γέρικα γαϊδουράκια κοιτάζοντας γύρω νοσταλγικά, μέσα στην εγκατάλειψη και την ησυχία. Ίσως και να σκέφτονταν ή και να νοσταλγούσαν κάτι που εμείς ποτέ δε θα καταλάβουμε.
Ο δρόμος μπροστά από το μπακάλικο ήταν έρημος μονάχα το μεσημέρι, ενώ τα πρωινά, τα απογεύματα και κατά τη δύση του ηλίου ζωήρευε με μεμιάς.  Στη γειτονιά υπήρχαν πολλά παιδιά τα οποία είχαν το χούι να κυνηγούν τα κοράκια.  Όλη αυτή η τσακαλοπαρέα, μέλος της οποίας ήμουν κι’ εγώ ανεβαίναμε τις νύχτες στα ντουβάρια ή σκαρφαλώναμε για να βρούμε τις φωλιές με τα νεογέννητα.  Συχνά πέφταμε από τα ντουβάρια και κτυπούσαμε χέρια, πόδια και καμιά φορά τα κεφάλι

Σήμερα, πλησιάζοντας το μπακάλικο, ξαφνιάζομαι όταν οι ακαθόριστες μορφές μορφοποιούνται ακαριαία μπροστά μου και βλέπω ολοζώντανους τους καλούς γέροντες. τον μπάρμπα-Γιώργο, τον μπάρμπα-Πασχάλη (Πάτσο), τον μπάρμπα-Πασχάλη (Τζατζιά), τον μπάρμπα-Θανάση, τον μπάρμπα-Γιάννη, τον μπάρμπα-Πέτρο και τόσες άλλες επιβλητικές παρουσίες καθισμένους στην πρόσοψη του μπακάλικου με ύφος αυστηρό, λιγομίλητους να συζητούν πως θα ξεπεράσουν την σκόπελο του χειμώνα.  Τον μπάρμπα-Πασχάλη τον Τζιτζιά βέβαια τον σκότιζε περισσότερο και ήταν μεγάλος μπελάς  εκείνο το καταραμένο πόδι του που τον κρατούσε σχεδόν καθηλωμένο και τον εξανάγκαζε να κυνηγά καβάλα στο γαϊδουράκι.
Αξύριστοι με τραχιά επιδερμίδα. Τα πρόσωπά τους ξερά, στεγνά σαν αγιασμένα. Μια φούχτα κόκαλα.  Να κάθονται άλλοι οκλαδόν στο μικρό πεζούλι και άλλοι σε κανένα τσουβάλι με όσπρια, τσιμπολογώντας καμιά ελιά ή κανένα στραγάλι να κατεβάζουν τα ουζοπότηρα, παρακολουθώντας ταυτόχρονα μέσα από σύννεφο καπνού που ανέδυε ο λουλάς τους, τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο μικρό μπακάλικο.




Διαφημήσεις εποχής.


Ο καθένας με ευλάβεια περίμενε τη σειρά του για να πάρει το λόγο.  Ιεροτελεστία.  Κατά τα μεσάνυχτα οι κουβέντες  στέρευαν. Μονάχα ο βήχας αντηχούσε και τότε έπαιρναν τα δαιδαλώδη μονοπάτια ο καθένας για το σπίτι του.
Στο εσωτερικό επικρατούσε σχεδόν σκοτάδι, το λιγοστό φως του λουξ, θαμπό γλιστρούσε μέσα απ’ τα παράθυρα.  Καθώς τα μάτια προσαρμόζονταν στο σκοτάδι, μπορούσες να διακρίνεις ένα θολωτό δωμάτιο, στους τοίχους του οποίου ήταν στοιβαγμένα  διάφορα τόπια με ύφασμα και πάνω στον πάγκο η ζυγαριά, οι σέσουλες και μικροποσότητες εμπορευμάτων.
Ανεβαίνοντας το δρόμο προς την κορυφή του λόφου φτάναμε στη διακλάδωση απ’ όπου η δεξιά στροφή μας οδηγούσε προς την πλατεία του χωριού. Στη γωνία βρισκόταν το ταχυδρομείο και απ’ έξω σταθμεύανε τα άλογα, έτοιμα να φορτώσουν την αλληλογραφία και να ξεκινήσουν το επίπονο ταξίδι για τα γύρω χωριά.  Σε πολύ μικρή απόσταση και στα δεξιά μας συναντούσαμε το Σχολείο έρημο, εγκαταλειμμένο και στα έγκατά του θαμμένη την ιστορία της Λιγκοβάνης.
Είχε δύο αίθουσες και ήταν τετρατάξιο δημοτικό.  Κατά την εποχή του αγώνα οι Έλληνες κράτησαν τη μία αίθουσα και οι Βούλγαροι την άλλη. Στην νότια πλευρά και κάτω από την στέγη βρισκόταν εντοιχισμένη πλάκα με ανάγλυφο σταυρό που πάνω δεξιά του έφερε την χρονολογία 1874.
Προχωρώντας στο άτσαλο καλντερίμι φτάναμε στην βορινή είσοδο της πλατείας. Στο μικρό οροπέδιο που σχημάτιζε συναντούσαμε πρώτο και στα δεξιά μας το μπακάλικο του μπάρμπα-Πέτρου, στενόμακρο και ημισκότεινο.  Δεν έβλεπε ούτε άκουγε καλά και όταν καταλάβαινε ότι πλησιάζαμε κραύγαζε για να μας φοβίσει, η δε συνηθισμένη του έκφραση ήταν «φύγετε γιατί θα σας κόψω το λιλί», ενώ ταυτόχρονα μας επιδείκνυε ένα μαχαίρι. 
Σε δεσπόζουσα θέση στην αριστερή πλευρά του δρόμου και με πρόσοψη στην πλατεία, ήταν κτισμένο το «Βακούφκου», μεγαλόπρεπο κτίριο, το οποίο στέγαζε το μπακάλικο του μπάρμπα-Γιώργη, το γραφείο της εκκλησίας και τον συνεταιρισμό. 
Εδώ στην πλατεία περιπλανιόμασταν μικρά μέσα στα σκοτάδια, αλλά και στα γύρω στενά και σκοτεινά δρομάκια, περιμένοντας να αραδιάσουν οι μπακάληδες τα άδεια καφάσια από τα σταφύλια και εμείς τα μικρά να μαλώνουμε ποιος θα πρωτοαρπάξει τις πληγωμένες αλλά και σάπιες ρόγες που είχαν απομείνει.
 Στην άλλη πλευρά της πλατείας στην αρχή του δρόμου που οδηγούσε προς τον Άη-Γιώργη βρισκόταν κατά σειρά τα άλλα δύο μπακάλικα, του μπάρμπα-Θανάση και του μπάρμπα-Γιάννη.
Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν μετρίου αναστήματος, με μαύρα μαλλιά, σχεδόν αδύνατος μεσήλικας. Ήτανε μελαγχολικός, τις περισσότερες φορές θλιμμένος και φαινότανε πικραμένος και λυπημένος για κάτι, μα με πολύ αποφασιστικό ύφος. 
Αντιθέτως ο μπάρμπα-Θανάσης, ο θείος μου, αεικίνητος δεν μπορούσε να μείνει στην καρέκλα του. Ολοένα σηκωνόταν, καθόταν, πήγαινε από τη μια άκρη το πάγκου στην άλλη, στύλωνε τα μάτια του στο άπλωμα της πλατείας και κατόπιν γύριζε βαριεστημένος στη θέση του.
Τα παντοπωλεία βρίσκονταν σε κομβικά σημεία του χωριού, ώστε να είναι προσβάσιμα για τους καταναλωτές. Για την προσέλκυση πελατών, έβαζαν έξω από το μαγαζί τους διάφορα προϊόντα που λειτουργούσαν ως «κράχτες», ενώ η διαφήμιση γινόταν «από στόμα σε στόμα».
Η όμορφη πλακόστρωτη πλατεία με τα μπακάλικα, τα καφενεδάκια, τον αστυνομικό σταθμό, το ειρηνοδικείο, δέναν αρμονικά στο κέντρο του χωριού.
Πετρώδης και άνυδρος μα με ξεχωριστή ομορφιά τούτος ο τόπος.  Δύσκολη η ζωή σε προηγούμενες εποχές που ήταν εξαρτημένη από τη σοδειά του σιταριού, του καλαμποκιού και του καπνού.  Αποστάγματα πολύτιμα αυτού του τόπου τα αρτυμένα από τον καθάριο αέρα του Βερτίσκου και του ιδρώτα των ανθρώπων του, προϊόντα όπως το γάλα και το μέλι.  Γέννημα και θρέμμα της άνυδρης γης το πλιγούρι και το ψωμί.
Οι άνθρωποι του τόπου με τα ρόδινα μάγουλα και τις ξερακιανές μορφές θραφήκανε και επιβιώσανε μέσα σε δύσκολους καιρούς.
Λένε πως ο άνυδρος τόπος έχει πιο έντονη ζωή, η ομορφιά του είναι πιο λιτή, πιο προσιτή για να νοιώσεις ευχάριστες στιγμές και για να ανακαλύψεις, για λίγο έστω, τη χαμένη ευτυχία.